Γράφει ο Λυκούργος Χατζάκος
Προκειμένου να αποδώσεις ως θεατρικό έργο ένα ποίημα και να δομήσεις με αυτό μία παράσταση, απαιτεί προ παντών όλων πνεύμα και ψυχή, αν όχι ποιητή, τουλάχιστον αντίστοιχης νοητικής και συναισθηματικής ευφυΐας, προκειμένου να συλλάβεις την έκταση, την ευαισθησία και τους συμβολισμούς του ποιητικού λόγου και να τον αποδώσεις ως εικόνα, ως πράξη ή μάλλον καλύτερα, ως μίμηση πράξεως, σπουδαίας και τελείας. Συνελόντι ειπείν, προϋπουθέτει δυνατότητα συνεργασίας, αναλύσεως αποκωδικοποίησης και σύνθεσης.
Αναλαμβάνεις, όμως, την ευθύνη παρόμοιου τολμήματος, αν η ψυχή σου έχει κρατήσει την αθωότητα και την ευαισθησία των παιδικών της χρόνων και το πνεύμα σου έχει αφιερωθεί σε μία συνεχή προσπάθεια βελτιωτικής εξέλιξης και καλλιέργειας. Αν ανήκεις στην κατηγορία εκείνη των ανθρώπων οι οποίοι με προθυμία ακολουθούν τους ποιητές στην εξορία τους και ο νους τους γεννά καταιγίδες, οι οποίες σαρώνουν λείψανα και αραχνιασμένες γωνιές στους ορίζοντες των ψυχών, κάνοντας το τόξο της Ίριδας ορατό ακόμη και από τον πλέον αδαή ή «κουμπωμένο» ή φοβικό άνθρωπο.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκει ο Δημήτρης Παπαγιάννης. Διευθυντής της Δραματικής Σχολής «Ιάκωβος Καμπανέλλης» του Δήμου Αγίας Βαρβάρας και υπεύθυνος του Δημοτικού Θεατρικού Εργαστηρίου του ίδιου Δήμου. Ένας καλιτέχνης με σημαντική διαδρομή και πολυετή καριέρα στο θέατρο, ένας άνθρωπος ο οποίος δεν αρκείται στην αναμάσηση των δαφνών του.
Δεν … «κάθεται στα αυγά του» να απολαύσει εγωιστικά τους κόπους του και να ασκεί κριτική στους άλλους, τοποθετούμενος επί παντός επιστητού, αλλά, με μοναδικό πάθος συνεχίζει να προσφέρει υψηλού επιπέδου καλλιτεχνική παιδεία και κυρίως, να εμπνέει και να παρασύρει στον δρόμο της ανιδιοτελούς προσφοράς μέσα από τη θεατρική Τέχνη, πολλούς νέους αλλά και κάθε ηλικίας πολίτες, της συνοικίας αυτής, στην Δυτική Αθήνα.
Με … συνεργό, αυτή την φορά τον Γιάννη Παπαγιάνη, ο οποίος βαδίζει στον ίδιο δρόμο –πώς μπορείς, άλλωστε να κάνεις διαφορετικά, όταν ο 85χρονος πατέρας σου έχει ακόμη ζωντάνια και αναζητήσεις εφηβικές-, δραματοποίησε το «Καπνισμένο Τσουκάλι» του Γιάννη Ρίτσου. Και προκειμένου να μας θυμίσει ότι το θέατρο είναι αταξικό και πέρα από διακρίσεις γκετοποιήσης, επέλεξε να παρουσιάσει την παράσταση αυτή στο αμφιθέατρο του Δρομοκαΐτιου Ψ.Ν.Α.
Η συγκεκριμένη παράσταση εκφεύγει κατά πολύ από μία απλώς αξιοπρεπή προσπάθεια ενός ερασιτεχνικού θεατρικού σχήματος, κάποιου Δήμου της Αθηναϊκής περιφέρειας. Η δομή και η διάρθρωση, η ροή και η εναλλαγή μουσικών τμημάτων και περιόδων λόγου, θύμιζε αρχαίο δράμα. Με στάσιμα, χορικά και μέλος. Όλα, συμβατά με τον Αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας. Η σκηνοθεσία του Γιάννη Παπαγιάννη ευφυής, με ευαισθησία η οποία είναι αδύνατον να περάσει απαρατήρητη. Η μουσική διδασκαλία έγινε από τον ίδιο –με εξέπληξε η μουσική του κατάρτιση. Βέβαια δεν πρόκειται για ένα συμφωνικό έργο, αλλά, το να διδάξεις μουσική σε έναν θίασο 16 ανθρώπων, κατανοείτε ότι δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση.
Αυτό, που εντυπωσιάζει, επίσης, είναι το επίπεδο της θεατρικής, αυτής, ομάδας. Οι δυνατότητες που διαθέτουν τα μέλη της. Ειλικρινά, ελάχιστα απέχει από επαγγελματικά σχήματα, τόσο σε δυνατότητα εκφραστικών μέσων, όσο και σε εργατικότητα και πειθαρχία, σημεία τα οποία ήταν εμφανή –αν μη τι άλλο, δεν θα επετυγχάνετο τέτοιο αποτέλεσμα. Επί 2 περίπου, ώρες οι διακόσιοι περίπου θεατές, νοσηλευόμενοι ασθενείς και προσκεκλημένοι εκτός νοσοκομείου, παρακολούθησαν καθηλωμένοι και με απόλυτη σιγή την παράσταση.
Από τα πρώτα λεπτά, κάθε επιφύλαξη εξαφανιζόταν και παρ’ όλο το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα γνωστό και για ορισμένους, ίσως και «παλιομοδίτικο» έργο, τα παιδιά του Θεατρικού Εργαστηρίου κατάφεραν να μας κρατήσουν προσηλωμένους μέχρι το τέλος και μας οδήγησαν στην εκ νέου ανακάλυψη της δυναμικής ποίησης του μεγάλου, λαϊκού ποιητή της εξορίας και των αγώνων, παρουσιάζοντάς μας μία άλλη διάσταση.
Οπωσδήποτε, δεν πρέπει να παραβλέπεται ή να υποτιμάται το υψηλής αξίας σημείο ότι, αυτά τα παιδιά και οι δάσκαλοί τους πήραν την ευθύνη και προσέφεραν 2 ώρες θεατρικής ψυχαγωγίας σε ανθρώπους «ξεχασμένους», κλεισμένους στα τείχη μιας παρεγκλιτικής ετεροτοπίας. Σε ανθρώπους, στο άκουσμα και μόνο της ύπαρξής τους, εμείς, οι έξω από αυτά τα τείχη, φρικιούμε και γυρίζουμε την πλάτη μας με αποτροπιασμό.
Τελικά, στην Αγία Βαρβάρα, το Κοινωνικό θέατρο, δεν είναι ένα επικοινωνιακό παίγνιο, με σκοπό να προσελκύσει τα φώτα της δημοσιότητας. Είναι μία σταθερή, ενσυνείδητη και ουσιαστική πολιτική –ναι, πολιτική!- άποψη για την λειτουργικότητα της Τέχνης και την σχέση του καλλιτέχνη με την κοινωνία. Μία σχέση δια της οποίας ο καλλιτέχνης και το θέατρο, τροφοδοτούν και ανατροφοδοτούνται.
Εμείς απολαύσαμε μία εξαίρετη δουλειά τους. Εκείνοι, εισέπραξαν το θερμό χειροκρότημά μας και την ικανοποίηση ότι κάποιοι αποκλεισμένοι άνθρωποι ένιωσαν –έστω και για δύο ώρες- ότι είναι και πάλι μέλη μιας κοινωνίας. Άραγε αυτά, ήταν αρκετά; Μα από αυτά δεν ζει ο καλλιτέχνης; Από το χειροκρότημα και τα, ικανοποιημένα πρόσωπα των θεατών του. Ο καλλιτέχνης! Όχι, ο επιτήδειος της … «αρπαχτής»…
Επίσης, θερμά συγχαρητήρια αξίζουν και οι φοιτητές της Σχολής, οι οποίοι ήταν αρωγοί στις πρακτικές εργασίες, οι οποίες απαιτούνται προκειμένου να γίνει η παράσταση γεγονός. Η δευτεροετής φοιτήτρια κ. Λένα Δαρείου εντυπωσίασε με την ενάργειά, την προθυμία, την ευγένεια και το μεγάλο της όπλο: το χαμόγελό της, προκειμένου να διευθετηθούν τα πρακτικά προβλήματα –η … λάντζα, δηλαδή-, τα οποία όμως, αν δεν υπάρχει κάποιος να τα επιλύσει, μπορεί να ακυρώσουν την όλη προσπάθεια.
Είναι εντυπωσιακό –τουλάχιστον για εμένα- το ότι εντός μίας πραγματικότητας, η οποία είναι αποτρεπτική για κοστοβόρες πράξεις αλληλεγγύης και ανιδιοτέλειας, μία πραγματικότητα που ο κάθε ένας προσπαθεί να περισώσει ό,τι μεγαλύτερο μπορεί από την αξιοπρέπεια της καθημερινότητάς του και καταφεύγει στον ατομικισμό –γεγονός που ευνοούν, ούτως ή άλλως, οι κρατούσες αντιλήψεις-, κάποιοι άνθρωποι αποστρέφονται της «βολής» τους και προσπαθούν να προσφέρουν στους συνανθρώπους τους· άνθρωποι που προσπαθούν να κάνουν την πραγματικότητα των άλλων πιο υποφερτή και να δώσουν ένα μήνυμα αγάπης και παρουσίας. Ένα μήνυμα που μέσω της Τέχνης γίνεται ένα εκωφαντικό σύνθημα και ουσιαστικός λόγος: «είμαι εδώ, είμαι μαζί σου, είμαι για εσένα». Θερμά συγχαρητήρια προς όλους.
Είναι προφανές και ελπιδοφόρο ότι ο Λάμπρος Μίχος, ο Δήμαρχος επί των ημερών του οποίου ξεκίνησε όλη, αυτή η δραστηριότητα και μπήκαν τα θεμέλια παραγωγής πολιτιστικού έργου με την ουσιαστική έννοια του όρου (όχι φέρνω τον κολλητό μου θιασάρχη για την ετήσια «αρπαχτή» του), άφησε σοβαρή παρακαταθήκη έμψυχου δυναμικού στην Διοίκηση, τις υπηρεσίες του Δήμου αλλά και στις υποδομές.
Τέλος, δεν δύναμαι να συγκρατήσω την παρόρμηση που μου γεννά ο πειρασμός και να σημειώσω ότι, θα ήθελα –θα περίμενα-, να δω στις πρώτες σειρές την Δημοτική Αρχή. Προφανώς η εκπροσώπησή της από τα μέλη του Εργαστηρίου και των δύο στελεχών της Σχολής (τον Δ/ντή της και τον καθηγητή κ. Γιάννη Παπαγιάννη), θεωρήθηκε επαρκής και δεν συνάντησα κάποιον από την διοίκηση του Δήμου. Οφείλω να τους πληροφορήσω ότι έχασαν κάτι σπουδαίο, για το οποίο, άλλωστε, έχουν και αυτοί μερίδιο ευθύνης.