Παρά τις συνεχείς διαψεύσεις, η κυβέρνηση αποδεικνύει καθημερινά ότι σκέπτεται και κινείται προεκλογικά, ψάχνοντας την κατάλληλη χρονική στιγμή για να στήσει τις κάλπες των επόμενων εθνικών εκλογών. Ακόμα και τα ήξεις – αφήξεις του υπουργού Παιδείας, Κώστα Γαβρόγλου, για την εισαγωγή των μαθητών σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, τα ίδια τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους τα εντάσσουν στην προεκλογική τακτική της κυβέρνησης.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι και για τα δύο αυτά μείζονα κοινωνικά ζητήματα δεν υπάρχει κάποια εξέλιξη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους θεσμούς. Η κυβέρνηση, μέσω της υπουργού Εργασίας Εφης Αχτσιόγλου, τα είχε θέσει στην αρχή των συζητήσεων για την τέταρτη αξιολόγηση ως άμεσες κινήσεις αμέσως μετά τον Αύγουστο, αλλά οι θεσμοί τα είχαν απορρίψει αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να αποτελέσουν μέρος των μεταμνημονιακών συζητήσεων που θα ακολουθήσουν, «όχι όμως για να εφαρμοστούν πριν από το 2020».
Στο ερώτημα γιατί ο πρωθυπουργός επανέρχεται σε δύο θέματα που οι θεσμοί έχουν απορρίψει και δεν συζητούν για το άμεσο μέλλον, κυβερνητικές πηγές απαντούν γενικόλογα ότι «η αύξηση του κατώτατου μισθού και η αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων ποτέ δεν εγκαταλείφθηκαν από την κυβέρνηση και τίθενται συνεχώς στις διαπραγματεύσεις…».
Ο κ. Τσίπρας από τη μία προσπαθεί να διαψεύσει τις πρόωρες εκλογές και από την άλλη «κλείνει το μάτι» στο δυνητικό του ακροατήριο με προεκλογικές υποσχέσεις. Δεν είναι μόνο ο κατώτατος μισθός και η αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων. Είναι και η επιμονή του στα περί «καθαρής εξόδου, χωρίς νέες δεσμεύσεις», που διαψεύδεται από τους δανειστές, ακόμα και από τον ΟΟΣΑ, που έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα στο πρόγραμμα.
Εκθεση ΟΟΣΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ απέκρυψε με όσες επικοινωνιακές δυνάμεις έχει τις σαφείς προειδοποιήσεις του γ.γ. του ΟΟΣΑ, Ανχελ Γκουρία, που περιλαμβάνονται και στην έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία περί αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης στα 71 έτη, περί επέκτασης του συντελεστή ΦΠΑ 24% παντού, αντί για 13%, περί νέων αλλαγών στην αγορά εργασίας και στη φορολογία.
Ολα αυτά ο κ. Τσίπρας προσπάθησε να τα κρύψει πίσω από τις αγκαλιές και τα χαμόγελα με τον κ. Γκουρία και τις αισιόδοξες γενικολογίες για την ελληνική οικονομία, επειδή δεν βολεύουν το κυβερνητικό αφήγημα. Οπως προσπαθεί να κρύψει και τις απαιτήσεις των δανειστών για σύνδεση της διευθέτησης του χρέους με την υλοποίηση μέτρων που ήδη έχουν ψηφιστεί για την περίοδο 2018-2020, αλλά και το ενδεχόμενο λήψης νέων μέτρων, στο βωμό της επικοινωνιακής διαχείρισης της «εξόδου από τα Μνημόνια».
Αντ’ αυτού, υπόσχεται αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων, τα οποία σύμφωνα με στέλεχος των 53+ «θα τα λέει και στο προεκλογικό μπαλκόνι, με την υποσημείωση ότι αυτός θα τα κάνει γιατί θέλει και μπορεί, ενώ ο Μητσοτάκης όχι…».
Εντάσεις μεταξύ τάσεων και υπουργών
Η πραγματικότητα είναι ότι η τελική ευθεία προς τις υπογραφές για τη συμφωνία – πακέτο και το τυπικό τέλος του προγράμματος δεν προχωρά όπως το είχαν σχεδιάσει στο Μέγαρο Μαξίμου.
Αυτός είναι και ο βαθύτερος λόγος της έντασης και του εκνευρισμού που επικρατεί όχι μόνο στο εσωτερικό της κυβέρνησης (μέτωπο Τσακαλώτου – Παππά, Κοντονή – Τόσκα κ.ά.), του ΣΥΡΙΖΑ (μέτωπο προεδρικών που προσπαθούν να ενωθούν με τους 53+), ή των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης με βουλευτές και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝ.ΕΛ., που μαλλιοτραβιούνται καθημερινά μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες. Τίποτε δεν πάει καλά στην κυβέρνηση, ούτε καν η προσπάθεια εξωραϊσμού που επιχειρεί με όλες τις δυνάμεις της.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τρέμουν στο Μέγαρο Μαξίμου και την Κουμουνδούρου επειδή έχουν μάθει ότι υπάρχουν στελέχη τους που είναι πιθανό να μιλήσουν δημοσίως για κινδύνους που εγκυμονεί για την ελληνική οικονομία η επιλογή της «καθαρής εξόδου».
Γιάννης Καμπουράκης
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]