Με στόχο να μπει «φρένο» σε αυτό το κλίμα, οι παραγωγικοί φορείς της χώρας ζητούν έμπρακτη στήριξη μέσα από πρωτοβουλίες που θα αποκαταστήσουν τη σταθερότητα στην ελληνική οικονομία. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ανταποκρίνεται με λύσεις για λίγους… Ενα από τα πιο πρόσφατα χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτό του εξωδικαστικού μηχανισμού, ο οποίος, σύμφωνα με την ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, θα γίνει νόμος του κράτους μέχρι τα τέλη Μαρτίου.
Υπενθυμίζεται πως ο συγκεκριμένος «μηχανισμός» αφορά στη διευθέτηση οφειλών από επιχειρήσεις προς τράπεζες, εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία και προμηθευτές. Η κριτική έχει εστιαστεί στα αυστηρά κριτήρια (απαίτηση για ύπαρξη μίας κερδοφόρας χρήσης προ φόρων την τελευταία τριετία και σύναψη ρύθμισης μόνο μετά την 1.7.2016, αλλά και συγκέντρωση απαιτήσεων κατά 85% σε έναν πιστωτή), που περιγράφονται στο ν/σ, τα οποία περιορίζουν τους δικαιούχους στο ελάχιστο. Το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος μάλιστα χαρακτήρισε απαράδεκτο, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι αποκλείονται χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες από την υπαγωγή στη διαδικασία της εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών, με τη λογική ότι εντάσσονται στο νόμο Κατσέλη.
Αντίστοιχα, το ΕΣΠΑ δεν αρκεί για να καλυφθούν οι ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. Ηδη στα προγράμματα που «έτρεξαν», παρά το υψηλό ενδιαφέρον από πολίτες που αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν εξ ολοκλήρου τα επενδυτικά τους σχέδια, λίγοι κατάφεραν να ενταχθούν. Κάτι ανάλογο αναμένεται να συμβεί και στα επόμενα προγράμματα που έχουν δρομολογηθεί να βγουν σταδιακά στον «αέρα». Υπενθυμίζεται πως ενώ είναι έτοιμοι οι οδηγοί -εδώ και αρκετό καιρό- σειράς προγραμμάτων, η όλη διαδικασία της προκήρυξής τους έχει πάει πίσω εξαιτίας της παρατεταμένης διαπραγμάτευσης για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Προβλήματα εντοπίζονται και στον αναπτυξιακό νόμο.
Οι παραγωγικοί φορείς της χώρας καταθέτουν -κατά καιρούς- τις προτάσεις τους για βελτίωση του νόμου με σκοπό να αξιοποιήσουν τις διατάξεις του όσο το δυνατό περισσότεροι υποψήφιοι επενδυτές. Ενδεικτικά αναφέρεται πως ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ), σε πρόσφατη επιστολή του προς το γενικό γραμματέα Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων, Λόη Λαμπριανίδη, πρότεινε τα κέρδη παρελθουσών χρήσεων που κεφαλαιοποιούνται με σκοπό την πραγματοποίηση επενδύσεων μέσω του αναπτυξιακού νόμου, να εξαιρούνται από την παρακράτηση φόρου 15%.
Κι αυτό, διότι θέση του ΣΒΒΕ είναι πως όταν τα κέρδη πρόκειται να κεφαλαιοποιηθούν για επενδυτικούς σκοπούς, είναι αντιαναπτυξιακό να επιβάλλεται ο φόρος διανομής του 15% διότι αυτόματα αφαιρεί, προκαταβολικά μάλιστα, 15% από την επένδυση. Υπενθυμίζεται δε πως παρότι η κυβέρνηση… πόνταρε στις «επενδύσεις μείζονος μεγέθους» για προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό, καμία επενδυτική πρόταση δεν έχει κατατεθεί στο συγκεκριμένο καθεστώς του νόμου. Αποεπένδυση Μόνο το 2016 η μείωση των επενδύσεων ήταν δραματική, αφού έφτασαν να αντιστοιχούν στο 13% του ΑΕΠ, όταν τη χρονική περίοδο 2000-2008 κινούνταν στο 24%. Μάλιστα, η ραγδαία αύξηση της αποεπένδυσης συγκαταλέγεται στις άμεσες συνέπειες της παρατεταμένης αστάθειας.
Σύμφωνα με φοροτεχνικές πηγές, οι επιχειρηματίες, στην προσπάθειά τους να «επιβιώσουν», ζυγίζουν όλες τις επιλογές, ώστε να καταλήξουν στην πιο συμφέρουσα. «Με τη μεταφορά της έδρας της επιχείρησης στο εξωτερικό οι επιχειρήσεις κερδίζουν σε σχέση με την εγχώρια οικονομία: πρόσβαση σε χρηματοδότηση (π.χ. δανεισμός), ασφάλεια κεφαλαίων (είτε λόγω φόβου κουρέματος καταθέσεων είτε λόγω σταδιακής εξάντλησής του με την υπερφορολόγηση) και ατελής μεταβίβαση κεφαλαίων (π.χ. υπό τη μορφή μετοχών)», όπως επισήμαναν στον «Ε.Τ.» της Κυριακής. Από την πλευρά του, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) έχει επισημαίνει, επανειλημμένως, πως για να εξισορροπηθεί η τεράστια αποεπένδυση που έχει υποστεί η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια, απαιτούνται επιπλέον επενδύσεις, πέραν όσων πραγματοποιούνται ετησίως, τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ μέχρι το 2022, σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς.
Για να καταστεί ο παραπάνω στόχος εφικτός θα πρέπει η κυβέρνηση να δώσει άμεσα λύση στα παρακάτω:
– Η διατήρηση των capital controls είναι άκρως αντιπαραγωγική. Οπως εξηγούν, οι ξένοι επενδυτές δεν θα επιλέξουν να φέρουν τα λεφτά τους σε μία χώρα όπου δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι οι ροές κεφαλαίων με το εξωτερικό είναι διασφαλισμένες. Ταυτόχρονα, το κόστος για την οικονομία είναι τεράστιο καθώς οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων επιτρέπουν στην κυβέρνηση να κωλυσιεργεί στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, μια και δεν υπάρχουν σοβαρές πιέσεις μαζικής φυγής των καταθέσεων από τις τράπεζες κάθε φορά που αυξάνεται η αβεβαιότητα, όπως γινόταν πριν από την επιβολή τους.
– Η συνολική φορολογική επιβάρυνση για τις ελληνικές επιχειρήσεις φθάνει στο 52% των εσόδων τους, ποσοστό που υπερβαίνει κατά πολύ το μέσο όρο των γειτονικών ανταγωνιστικών χωρών.
– Οι οφειλές του κράτους προς τις επιχειρήσεις από επιστροφές ΦΠΑ φθάνουν στο 1 δισ. ευρώ. – Οι πόρτες των τραπεζών για νέο δανεισμό παραμένουν κλειστές. Τα δε επιτόκια για τις ελληνικές επιχειρήσεις -όταν καταφέρουν να βρουν γραμμές χρηματοδότησης- αγγίζουν το 8%, την ώρα που στην υπόλοιπη Ευρώπη τα επιτόκια κυμαίνονται στο 2%.
– Οι χωροταξικοί και πολεοδομικοί κανόνες που ισχύουν στη χώρα μας αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στην πραγματοποίηση επενδύσεων. Αξιοσημείωτο είναι πως η Ελλάδα διαθέτει ένα Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης, το οποίο δεν έχει αναθεωρηθεί από το 2008, παρόλο που έχουν αλλάξει ραγδαία οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.
Από το ένθετο Οικονμία της έντυπης έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
ΙΩΑΝΝΑ ΦΕΝΤΟΥΡΗ