Στην παρούσα φάση ο υπουργός Οικονομικών κ. Ευκλείδης Τσακαλώτος έχει ξεκινήσει μια εκστρατεία προβολής στα θετικά σημεία της απόφασης του Eurogroup της περασμένης Δευτέρας. Προσπαθεί να αναδείξει τη σημασία των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος που αποφάσισαν να εφαρμόσουν άμεσα οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης.
Σε ό,τι αφορά την παγίδα των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και τα μέτρα που μπορεί να φέρει η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα δηλώνει -όχι πολύ πιστευτά- ότι η Ελλάδα δεν θα νομοθετήσει τώρα νέα μέτρα για μετά το 2018.
Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη αξιολόγηση, προσπαθεί να ξεχάσει τον παράγοντα ΔΝΤ και τα προβλήματα που μπορεί να φέρει η ανάγκη επικύρωσης από το Ταμείο της τεχνικής συμφωνίας σε επίπεδο θεσμών και μιλά για μια αξιολόγηση που βρίσκεται «στα μέσα της».
Το οικονομικό επιτελείο αλλά και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί συμφωνούν σχεδόν απόλυτα στο ότι στο δημοσιονομικό υπάρχει μόνο μια μικρή διαφορά που θα πρέπει να κλείσει για το 2018 (η ελληνική πλευρά υπολογίζει τη διαφορά της τάξης των 100 – 150 εκατ. ευρώ) ώστε το συνολικότερο θέμα να κλείσει οριστικά.
Στα εργασιακά η ελληνική πλευρά μένει μόνο στο θέμα της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με κυβερνητικά στελέχη να επικαλούνται το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ετσι κρατούν στη σκιά το μεγάλο πρόβλημα των ομαδικών απολύσεων όπου υπάρχει σύμπνοια των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ για σκληρές αλλαγές. Σύσσωμοι οι θεσμοί επιμένουν στην πλήρη άρση της διοικητικής ρύθμισης (την έγκριση του υπουργού Εργασίας) για την επικύρωση απολύσεων. Από εκεί και πέρα οι Ευρωπαίοι θέλουν την αύξηση του ποσοστού των απολύσεων στο 10% του ΑΕΠ από 5% που είναι σήμερα, ενώ το ΔΝΤ πιέζει για πλήρη απελευθέρωση των απολύσεων.
Στο θέμα της ενέργειας τα θέματα είναι σχετικά πιο απλά, αλλά οι όποιες κινήσεις θα έχουν επιπτώσεις στη θέση της ΔΕΗ στην αγορά, αφού οι δανειστές ζητούν να δημοπρατούνται μεγαλύτερες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας σε ιδιώτες ώστε να επιτευχθεί η ζητούμενη απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας η οποία καθυστερεί λόγω της αναβολής της μερικής ιδιωτικοποίησης του ΑΔΜΗΕ. Ενα ακόμη πρόβλημα έχει φέρει και η αποτυχία της αποκρατικοποίησης του ΔΕΣΦΑ που θα πρέπει να αντικατασταθεί με άλλη ενεργειακή εταιρεία, με πρώτη υποψήφια την ίδια τη ΔΕΗ.
Το υπερταμείο
Από εκεί και πέρα οι Ευρωπαίοι δανειστές βάζουν ένα θέμα το οποίο η ελληνική πλευρά το έχει βάλει ούτε λίγο ούτε πολύ στον αυτόματο πιλότο και αφορά το υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων. Η διαδικασίες για την ίδρυσή του φαίνεται να έχουν παγώσει στην ανακοίνωση του εποπτικού συμβουλίου του ταμείου, ενώ εκκρεμούν μια σειρά από διαδικασίες μέχρι και το ταμείο να καταστεί λειτουργικό, όπως έχει υποσχεθεί η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα μέχρι και το τέλος του Φεβρουαρίου του 2017.
Τέλη κυκλοφορίας 2025: Προσοχή δεν υπάρχει παράταση - Δείτε εδώ πως να τα εκτυπώσετε
Το ταμείο δεν έχει ακόμη διοικητικό συμβούλιο, ενώ υπάρχει υποχρέωση να έχει τοποθετηθεί και να συνέλθει ως σώμα μέχρι και το τέλος του χρόνου, δηλαδή σε περίπου 20 ημέρες.
Από εκεί και πέρα θα πρέπει να συσταθεί και να λειτουργήσει το τέταρτο «πόδι» της εταιρείας συμμετοχών και επενδύσεων, η εταιρεία συμμετοχών και περιουσίας, η οποία θα διαχειριστεί τις 8 ΔΕΚΟ (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, ΕΛΤΑ, ΟΑΚΑ, Εταιρεία Δημοσίων Υποδομών, ΟΑΣΑ, ΟΣΥ).
Στη συνέχεια θα πρέπει να γίνουν μια σειρά από συμφωνίες και πρωτόκολλα λειτουργίας μεταξύ των τεσσάρων εταιρειών (ΕΤΑΔ, ΤΑΙΠΕΔ, ΤΧΑ, ΕΔΗΣΠ) ώστε να ρυθμιστούν οι ρόλοι και οι μεταξύ τους σχέσεις για να μπορέσουν να λειτουργήσουν ως σύνολο.
Ολα αυτά φαίνεται να έχουν παγώσει από τον φόβο του πολιτικού κόστους που έχει η αξιοποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας.
Δύσκολες διαπραγματεύσεις
Με όλα αυτά τα δεδομένα οι διαπραγματεύσεις που ξεκινούν μάλλον κοντά στα μέσα της επόμενης εβδομάδας κάθε άλλο παρά εύκολες δείχνουν, καθώς κανείς ακόμη δεν μπορεί να προβλέψει ούτε την εξέλιξη αλλά ούτε και την κατάληξή τους.
Η αλήθεια είναι ότι κανένα από τα μεγάλα θέματα δεν μπορούν να κλείσουν χωρίς αμοιβαίες υποχωρήσεις ακόμη και με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ειδικά σε ό,τι αφορά τις αλλαγές στα εργασιακά.
Ο μεγάλος κίνδυνος είναι το ΔΝΤ να επιμείνει στη θέση του ότι ένα πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ δεν είναι εφικτό ούτε και το 2018. Τότε το δημοσιονομικό θα γίνει αυτόματα το μεγαλύτερο πρόβλημα, αφού η ελληνική πλευρά θα πρέπει να βρει από τώρα πρόσθετα μέτρα 4,55 δισ. ευρώ που χρειάζεται για να καλυφθούν οι διαφορές στις προβλέψεις μεταξύ ΔΝΤ και ΕΕ.
Προσδοκία – αν μπορεί να ονομαστεί – έτσι είναι να κλείσει η αξιολόγηση με βάση τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις και το ΔΝΤ να διαφωνεί και να μην το λέει, με τα πολύ δύσκολα που θα αφορούν μεσοπρόθεσμους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα να συζητούνται μέσα στο 2017.
Μαζί στα προσεχώς της επόμενης χρονιάς είναι σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, παρότι κανείς από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ή τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης δεν φαίνεται να συμμερίζεται από τώρα αυτήν την άποψη.
ΤΑΣΟΣ ΔΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου