Ο εισηγητής της έκθεσης, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ, κ. Πόουλ Τόμσεν, παραδέχθηκε χθες ότι με τη νέα κυβέρνηση έχει αλλάξει το κλίμα τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων. Υπάρχει δηλαδή μια πολιτική ηγεσία η οποία κάνει ό,τι είναι δυνατό να προχωρήσει και όχι να σταματήσει ή να αναστρέψει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Επί της ουσίας και αναφερόμενος στα ευρήματα της έρευνας, τόνισε ότι παρά τη βελτίωση η Ελλάδα αντιμετωπίζει ακόμη σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα και πάσχει από χαμηλή παραγωγικότητα. Στην κατεύθυνση αυτή, σε μια προσπάθεια να βοηθηθεί η ανάπτυξη και να ενισχυθεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, η έκθεση τονίζει ότι θα πρέπει το αργότερο μέχρι και τις αρχές του επόμενου χρόνου να ξεκινήσει η συζήτηση της Ελλάδας με τους πιστωτές της για τη μείωση των δημοσιονομικών στόχων που τέθηκαν το 2018 υπό άλλες συνθήκες και προβλέπουν πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ ως το 2022 και πάνω από 2% για τα επόμενα χρόνια ως το 2060. Μάλιστα, βάζει στο τραπέζι και τη δική του πρόβλεψη για έναν συμβατό δημοσιονομικό στόχο με πρωτογενές που δεν θα ξεπερνά το 2% του ΑΕΠ για όλα τα επόμενα χρόνια.
Πάντως δέχεται ότι η Ελλάδα μπορεί να πετύχει φέτος και το 2020 πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.
Πάνω από 1,8% ανάπτυξη
Στην αρνητική τους πλευρά οι προβλέψεις του ΔΝΤ έχουν την προοπτική της ανάπτυξης. Το Ταμείο προβλέπει ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα πρόκειται να ξεπεράσει το 1,8% του ΑΕΠ για φέτος, το 2% του ΑΕΠ για το 2020 και το 2,1% για το 2021, καθώς -όπως επαναλαμβάνει- η Ελλάδα, εκτός από τα προβλήματα παραγωγικότητας, αντιμετωπίζει και το πρόβλημα γήρανσης του πληθυσμού. Στην κατεύθυνση αυτή το Ταμείο βλέπει ότι μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα η Ελλάδα δεν μπορεί να πετύχει ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 1% του ΑΕΠ.
Στο κρίσιμο ζήτημα του χρέους, το Ταμείο στην έκθεση βιωσιμότητας που επισυνάπτει στην έκθεση επαναλαμβάνει τη θέση του ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο ως το 2032. Τότε οι Ευρωπαίοι δανειστές της Ελλάδας θα πρέπει να επανεξετάσουν τη στάση τους και να αποφασίσουν πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης, όπως άλλωστε έχουν δεσμευτεί από το καλοκαίρι του 2018.
Αναστροφή μεταρρυθμίσεων
Παρά το θετικό κλίμα που διαπιστώνει για τη νέα κυβέρνηση, το Ταμείο δεν παραλείπει να υπενθυμίσει ότι αμέσως μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου για την Ελλάδα και παρά τις δεσμεύσεις της προηγούμενης κυβέρνησης υπήρξε αναστροφή μεταρρυθμίσεων που έγιναν τα χρόνια του προγράμματος, ειδικά στα εργασιακά.
Επίσης, δεν προχώρησαν αλλαγές που θα αύξαναν τον δημοσιονομικό χώρο για την ενίσχυση της ανάπτυξης και την ενίσχυση του δικτύου κοινωνικής προστασίας. Ως τέτοια αναφέρει τα γνωστά: την περικοπή της προσωπικής διαφοράς από τις παλιές συντάξεις και την περικοπή του αφορολογήτου. Τονίζεται επίσης με έμφαση ότι δεν έχουν προχωρήσει μέτρα που θα ήραν περιορισμούς στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να παραμένει ακόμη αρκετά κλειστή.
Από την έντυπη έκδοση