«Παρά την έμφαση που δίνεται στην ισχυρή ανάπτυξη, με πληθώρα φορολογικών και λειτουργικών ρυθμίσεων, που δημιουργούν ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον, δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα είναι σήμερα, ποσοτικά και ποιοτικά, κατώτερες των περιστάσεων. Δυστυχώς γίνονται λίγες επενδύσεις και με χαμηλή επίπτωση στο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας», τονίζει ο Σύνδεσμος.
Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία οι επενδύσεις στην Ελλάδα κυμαίνονται γύρω στα 21 δισ. ευρώ τον χρόνο και δεν επαρκούν για την αναπλήρωση του κεφαλαιακού εξοπλισμού που φθείρεται (αποσβέσεις 30 δισ. ευρώ περίπου, εκ των οποίων 9 δισ. ευρώ σε κατοικίες). Ακόμη και χωρίς τις κατοικίες, οι επενδύσεις οριακά αντισταθμίζουν τις αποσβέσεις, με αποτέλεσμα οι καθαρές επενδύσεις να είναι μηδενικές.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση των επενδύσεων κατά κλάδο από την οποία προκύπτει ότι οι καθαρές επενδύσεις είναι θετικές κυρίως στη μεταποίηση όπου παρατηρείται αυξημένη επενδυτική δραστηριότητα στα καύσιμα (διυλιστήρια), και τους κλάδους τροφίμων, των φαρμάκων, των πλαστικών, των βασικών μετάλλων, των ηλεκτρονικών υπολογιστών και ηλεκτρονικών προϊόντων και του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού.
Αρνητικές είναι οι καθαρές επενδύσεις στις μεταφορές και αποθήκευση (logistics), την ενημέρωση και επικοινωνία. Επίσης στον τουρισμό και την ενέργεια, κλάδοι στους οποίους ωστόσο αναμένεται σύμφωνα με τον ΣΕΒ αντιστροφή των τάσεων το επόμενο διάστημα. Υποτονική εμφανίζεται η επενδυτική δραστηριότητα και στους κλάδους υγείας και εκπαίδευσης,που είναι κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Τέλος, όσον αφορά ειδικότερα στις κατοικίες, η χώρα σήμερα (2018) επενδύει 1,2 δισ. ευρώ σε κατοικίες, έναντι 25,2 δισ. ευρώ το 2007 πριν το ξέσπασμα της κρίσης, όταν οι επενδύσεις σε κατοικίες είχαν ανέλθει στο ανώτατο επίπεδο όλων των εποχών.
Συνολικά ο ΣΕΒ εκτιμά ότι οι προοπτικές της χώρας μας για ισχυρή ανάπτυξη έχουν βελτιωθεί σημαντικά και προσθέτει: «Το επιχειρηματικό κλίμα έχει επανέλθει σε προ κρίσης επίπεδα ενώ οι προσδοκίες των νοικοκυριών ξαναβρίσκονται στο 2000, όταν η Ελλάδα έμπαινε στο ευρώ.
Μεγάλη, επίσης, είναι και η εμπιστοσύνη των αγορών στην οικονομική πολιτική που ασκείται και στις συνακόλουθες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, όπως αντανακλάται στη σημαντική μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και τη συσσώρευση πληθώρας επενδύσεων προς αδειοδότηση, ή της κατάθεσης νέων επενδυτικών προτάσεων προς αξιολόγηση.
Η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων και η ταχεία επίλυση του χρονίζοντος προβλήματος των δανείων σε καθυστέρηση στις τράπεζες, όλα δημιουργούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για τη σημαντική βελτίωση του επενδυτικού κλίματος στο άμεσο μέλλον.
Η πολιτεία δίνει πλέον μεγάλη σημασία στην ιδιωτική επενδυτική δραστηριότητα, με έργα και όχι λόγια, και με πολιτικές διευκόλυνσης και προσέλκυσης επενδύσεων, σε ένα αναβαθμισμένο θεσμικό περιβάλλον. Δίνει έμφαση σε μειώσεις του φορολογικού βάρους των επιχειρήσεων και της εργασίας, καθώς και σε μια πιο ευέλικτη αγορά εργασίας.
Στις προτεραιότητες περιλαμβάνεται και ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα επαγγελματικής κατάρτισης και διασύνδεσης της αγοράς εργασίας με το εκπαιδευτικό σύστημα για την ανάπτυξη δεξιοτήτων σε υψηλή ζήτηση, ή δεξιοτήτων των τεχνολογιών του μέλλοντος».