Στην ακρόασή της από την Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου για την ανάληψη της προεδρίας της ΕΚΤ, η Λαγκάρντ έδειξε ότι μετά την ανάληψη της νέας της θέσης τη μείωση δημοσιονομικών στόχων της Ελλάδας θα υποστηρίζουν και το ΔΝΤ (όπως έκανε μέχρι τώρα), αλλά και η κεντρική τράπεζα του ευρώ.
Αναφερόμενη στα πρωτογενή πλεονάσματα που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα και επαναλαμβάνοντας τη θέση που είχε και ως εκτελεστική διευθύντρια του ΔΝΤ, τόνισε: «Η άποψη του ΔΝΤ και η δική μου, μιλώντας ακόμα ως ΔΝΤ, είναι ότι ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% της Ελλάδας είναι υπερβολικός και ασκεί υπερβολική πίεση στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, στην οποία στοχεύαμε.
Το ΔΝΤ συνεχίζει να έχει την ίδια άποψη και, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται στη φάση ανάκαμψης, είναι κάτι που θα πρέπει να επανεξετάσουμε με μεγάλη προσοχή».
Απαντώντας αργότερα σε άλλη ερώτηση σχετικά με τα λάθη του Ταμείου στα προγράμματα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας, όπως ήταν φυσικό, υπερασπίστηκε το ρόλο του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Σχετικά με την κριτική που έχει ασκήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο ΔΝΤ για τις πολιτικές λιτότητας, σημείωσε: «Δεν θέλω να ανοίξω το κουτί της Πανδώρας για το ποιος έκανε τι στο ελληνικό πρόγραμμα, αλλά ειδικά στο τελευταίο μέρος του προγράμματος το ΔΝΤ είχε εκφράσει επίσημα την άποψη ότι οι απαιτήσεις από την Ελλάδα ήταν υπερβολικές, δεδομένων των δυνατοτήτων της και ότι το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% θα πρέπει να αντικατασταθεί με στόχο μεταξύ 1,5% και 2% μάξιμουμ», επισήμανε.
Παραδέχθηκε για άλλη μια φορά το λάθος με τους πολλαπλασιαστές που είχε κάνει το Ταμείο από το πρώτο ελληνικό πρόγραμμα και επανέλαβε ότι το ΔΝΤ απολογήθηκε για το λάθος και διόρθωσε και τις προβλέψεις του για την Ελλάδα.
Θύμισε, πάντως, ότι οι αποφάσεις για την Ελλάδα λαμβάνονταν συλλογικά μέσω της αποκαλούμενης τρόικας, «πολλές αποφάσεις ελήφθησαν από πολλούς εμπλεκόμενους», επισημαίνοντας ωστόσο πως επρόκειτο για μια «κοινή προσπάθεια» προκειμένου να ανταποκριθούν στην έκκληση βοήθειας από την Ελλάδα. «Αλλά είναι αλήθεια ότι υπέφερε, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του προγράμματος σταθερότητας», παραδέχτηκε.
Τα ANFAs
Οι δηλώσεις της κ. Λαγκάρντ έρχονται την ώρα που το οικονομικό επιτελείο έχει θέσει σε όλους τους θεσμούς το ζήτημα της πρώτης έμμεσης χαλάρωσης των στόχων μέσω της καταγραφής εσόδων από τα κέρδη των ομολόγων που διακρατούν η ΕΚΤ και οι άλλες κεντρικές τράπεζες.
Τα χρήματα αυτά είναι 1,2 δισ. ευρώ το χρόνο τα οποία θα εκταμιεύονται σε εξαμηνιαίες δόσεις των 600 εκατ. ευρώ ανάλογα με την πρόοδο συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων.
Η άθροιση των ποσών αυτών στα δημόσια έσοδα με βάση την ενισχυμένη εποπτεία δίνει αυτόματα έναν πρόσθετο ετήσιο δημοσιοοικονομικό χώρο 0,7% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022 που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση φόρων και την αύξηση της ανάπτυξης.
Κάτι τέτοιο θα ήταν ένα πρώτο στάδιο της δημοσιονομικής χαλάρωσης που θα δώσει τη δυνατότητα μαζί με την προώθηση επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων που έχει εξαγγείλει ήδη η κυβέρνηση να αποδείξει ότι η εξυπηρέτηση και η μείωση του χρέους μπορούν να γίνουν με μικρότερους δημοσιονομικούς στόχους.
Αυτή η δεύτερη φάση που θα μειώσει τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να περιμένει μέχρι και το 2021, αφού η επιβράδυνση στην ευρωζώνη έχει ήδη πάρει σάρκα και οστά και οι εταίροι και δανειστές (ειδικά ο ευρωπαϊκός Βορράς) θέλουν να δουν συγκεκριμένα αποτελέσματα πριν πάρουν τέτοιες αποφάσεις που θα πρέπει να περάσουν από τα Κοινοβούλιά τους.
Εν τω μεταξύ, το ΥΠΟΙΚ με ανακοίνωσή του υποδέχθηκε με ικανοποίηση την τοποθέτηση της κ. Λαγκάρντ. «Με ικανοποίηση ακούσαμε την απερχόμενη γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και μελλοντική πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Κριστίν Λαγκάρντ να τοποθετείται υπέρ της μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος», τόνιζε χθες σε ανακοίνωσή του το ΥΠΟΙΚ, το οποίο παρατηρούσε ότι δημιουργείται μια θετική δυναμική προς την επιθυμητή κατεύθυνση από τους ηγετικούς κύκλους των θεσμών.
«Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει θέσει βασικό στόχο τη μείωση των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στα οποία συμφώνησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τους θεσμούς, με χαμηλούς μάλιστα ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης», κατέληγε η ανακοίνωση.
Από την έντυπη έκδοση