Μιλώντας σε φοιτητές του ιδρύματος Sciences Po στο Παρίσι σε σεμινάριο για τα αποτελέσματα της ελληνικής κρίσης, ο υπουργός Οικονομικών τόνισε ότι η συζήτηση για το χρέος πρέπει να ανοίξει μοιραία, αφού δεν μπορεί η βόρεια Ευρώπη να απολαμβάνει χαμηλά επιτόκια και ο Νότος μόνιμα υψηλά. «Το σύστημα αυτό δεν είναι βιώσιμο και θεωρώ βέβαιο ότι θα επανέλθουμε μακροπρόθεσμα στο θέμα», είπε.
Σε ό,τι αφορά τη διαπραγμάτευση του 2015, για την οποία έγιναν πολλές ερωτήσεις, παραδέχθηκε ότι η κυβέρνηση τότε συνθηκολόγησε και πήγε σε συμβιβασμό. Παραδέχθηκε επίσης ότι η κατάσταση κρίσης που βρέθηκε το καλοκαίρι του 2015 προήλθε από μια κακή εκτίμηση της κατάστασης.
«Ημαστε λιγότερο δυνατοί από όσο νομίζαμε», είπε, για να συνεχίσει λέγοντας ότι η ελληνική πλευρά πίστευε ότι μπορούσε να πιέσει με την απειλή εξόδου από το ευρώ ενώ υπήρχαν μέλη της Ενωσης που επιθυμούσαν αυτή την έξοδο.
Πάντως κάλυψε απολύτως τον προκάτοχό του κ. Γιάνη Βαρουφάκη τονίζοντας ότι δεν ήταν θέμα ενός υπουργού αλλά κακής εκτίμησης μιας κατάστασης.
Υπερεκτίμηση
Ενα δεύτερο λάθος που παραδέχθηκε για την περίοδο που ακολούθησε ήταν η υπερεκτίμηση της δύναμης που είχε το κράτος να αντιμετωπίσει τα φαινόμενα διαφθοράς και φοροδιαφυγής που είχαν φέρει τη χώρα στην κατάσταση της κρίσης. «Διαπιστώσαμε ότι είναι πολύ δυσκολότερο από όσο νομίζαμε να αντιμετωπίσουμε τα φαινόμενα διαφθοράς, καθώς τα οργανωμένα συμφέροντα είχαν πολλά περισσότερα μέσα και νομικές διαδικασίες για να μπορούν να διαφεύγουν», είπε.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το γιατί το αποτέλεσμα του «Οχι» στο δημοψήφισμα έγινε τελικά «Ναι» τόνισε ότι εκτιμήθηκε πως αν έχανε τη μάχη ο ΣΥΡΙΖΑ σε εκείνη τη φάση θα πλήττονταν οι προσπάθειες όλων των αριστερών κομμάτων της Ευρώπης.
Χριστούγεννα 2024: Συναγερμός από την VISA για τις αγορές σας - 10 συμβουλές για να αποφύγετε τους απατεώνες
Για την υψηλή φορολογία ο υπουργός επεσήμανε ότι η κυβέρνηση έπρεπε να ανταπεξέλθει σε μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή και γι’ αυτό αύξησε τη φορολογία. Σε ό,τι αφορά όμως τη διανομή των πλεονασμάτων επανέλαβε την πάγια θέση του: «Προσπαθούμε να διατηρήσουμε μια ισορροπία διανέμοντας το περίσσευμα και στη μείωση των φόρων αλλά και στην αναδόμηση του κοινωνικού κράτους».
Τόνισε πάντως την πεποίθησή του ότι στην παρούσα φάση η Ελλάδα βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από αυτή που ανέμενε, καθώς και η ανεργία, παρότι είναι ακόμη εξαιρετικά υψηλή, στο 18%, έχει υποχωρήσει σημαντικά από το 26% που είχε παραλάβει η κυβέρνηση ενώ επιπλέον η χώρα έχει αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές.
Έλλειμμα δημοκρατίας
Τέλος, ο υπουργός Οικονομικών μίλησε για δημοκρατικό κενό σε Ε.Ε. και Ευρωζώνη. Από την εμπειρία του στις διαπραγματεύσεις του τρίτου προγράμματος κατάλαβε ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται σε διακρατικό και διυπουργικό επίπεδο. «Συζητούσαμε στο Eurogroup και οι αποφάσεις είχαν ληφθεί νωρίτερα σε μυστικές συναντήσεις μεταξύ των υπουργών. Συνεπώς τι δημοκρατία είναι αυτή;», παρατήρησε.
Τόνισε δε ότι το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης βρίσκεται στην ομοσπονδοποίηση που θα μεταφέρει το βάρος των αποφάσεων στο Ευρωκοινοβούλιο αντί στα όργανα της Ενωσης.
Στα νύχια του ΔΝΤ έως το 2022
Ενισχυμένη εποπτεία και από το ΔΝΤ τουλάχιστον έως το 2022 θα πρέπει να περιμένει η Ελλάδα ακόμη και αν προχωρήσει, όπως σχεδιάζει, στην αποπληρωμή μέρους -ή και του συνόλου- του χρέους ύψους περίπου 9 δισ. προς το Ταμείο.
Αυτό διαμήνυσαν εκπρόσωποι των θεσμών προς την ελληνική αντιπροσωπεία που έθεσε το θέμα στο παρασκήνιο του τελευταίου Eurogroup στο οποίο αποφασίστηκε η αναβολή της έγκρισης εκταμίευσης της δόσης των 970 εκατ. ευρώ προς την Ελλάδα κυρίως λόγω της καθυστέρησης του νέου νόμου Κατσέλη.
Αποπληρωμή
Ο σχεδιασμός είναι να πληρωθούν από 5 έως 6 δισ. ευρώ σε μία ή περισσότερες δόσεις ώστε να καλυφθεί πρόωρα η οφειλή ως το 2022 με προοπτική τα τελευταία 3 δισ. να αποπληρωθούν κανονικά ως το 2024 οπότε η Ελλάδα εξοφλά το σύνολο του χρέους προς το Ταμείο. Το σκεπτικό της μερικής αποπληρωμής βασίζεται στην αποκλιμάκωση του επιτοκίου του υπολοίπου της οφειλής μέχρι τη λήξη του.
Ως γνωστόν το ΔΝΤ δανείζει τα μέλη του με χαμηλό επιτόκιο (περίπου 2,5%) αν το κράτος μέλος του δανείζεται έως το ποσό που ορίζεται από τη συμμετοχή του στο Δ.Σ. του Ταμείου. Αν το δάνειο της χώρας είναι μεγαλύτερο τότε είναι μεγαλύτερο και το επιτόκιο. Στην περίπτωση της Ελλάδας το επιτόκιο σήμερα είναι στο 4,9%. Με βάση το λογιστικό πρότυπο των ειδικών τραβηχτικών δικαιωμάτων (SDR) η Ελλάδα μπορεί να δανειστεί μέχρι και 1,6 δισ. ευρώ. Κάθε ποσό πάνω από αυτό έως και το διπλάσιό του μπορεί να έχει ένα επιτόκιο κοντά στο 3-3,5%, δηλαδή χαμηλότερο από τα επιτόκια δανεισμού από τις αγορές, κάτι που είναι επιθυμητό.
Πάντως δεδομένο είναι ότι έστω και με μικρότερη οφειλή το ΔΝΤ θα παραμείνει επόπτης της Ελλάδας τουλάχιστον μέχρι και το 2022, έτος στο οποίο θα επανεξεταστεί το καθεστώς παρακολούθησης της οικονομίας.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου