Στις αυτοβιογραφικές του καταγραφές παρελαύνουν όλοι οι πρωταγωνιστές της κρίσης – οι Ελληνες υπουργοί και πρωθυπουργοί με τους οποίους κλήθηκε να υπερβεί μια από τις πιο δεινές δοκιμασίες του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Το βιβλίο «Αναμνήσεις. Η ζωή μου στην πολιτική» κυκλοφορεί αύριο στη Γερμανία από τον εκδοτικό οίκο Κλετ-Κότα και η «Καθημερινή» εξασφάλισε τα αποκλειστικά δικαιώματα αναδημοσίευσης αποσπασμάτων του στα ελληνικά.
Η αφήγηση του πρώην υπουργού Οικονομικών ξεκινάει από τον Μάιο του 2010 –το Annus Horribilis και σε ευρωπαϊκό και σε προσωπικό επίπεδο, όπως το αποκαλεί– όταν φθάνει βαριά άρρωστος στις Βρυξέλλες για την κρίσιμη σύνοδο του Eurogroup με αντικείμενο το πρώτο πακέτο βοήθειας προς τη χώρα μας. «Είστε πολύ άρρωστος», του είπε ο γιατρός, μια πρόταση που άκουγε διαρκώς εκείνη τη χρονιά.
Οταν έλαβε εξιτήριο τον συνόδευε η γυναίκα του που κρατούσε τον ορό, «τον οποίο έδεσε στην οροφή του αεροσκάφους. Αυτή την εικόνα δεν θα την ξεχάσω ποτέ: όσο η υγεία μου εξαρτιόταν από έναν ορό, από ένα μεταξωτό νήμα κρεμόταν η σταθερότητα του ευρώ και μαζί και το μέλλον της Ευρώπης».
«Οι εξελίξεις στην Ελλάδα με έφερναν υπερβολικά γρήγορα στο γραφείο, με αποτέλεσμα να διακόπτω συστηματικά τη διαδικασία αποκατάστασης της υγείας μου», αφηγείται. «Δεκαέξι ώρες μεταξύ γραφείου, συνεδριάσεων, αεροπλάνων και αιθουσών εκδηλώσεων με υποχρέωναν διαρκώς να κάθομαι, το οποίο από μόνο του είναι κουραστικό, αλλά αποτελεί δηλητήριο για έναν άνθρωπο καθηλωμένο σε αναπηρικό καροτσάκι». Δύο φορές προσέφερε το 2010 την παραίτησή του στην καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ, αλλά εκείνη του έδινε την αίσθηση πάντα ότι δεν ήθελε να αντιμετωπίσει την κρίση χωρίς τον έμπειρο Γερμανό πολιτικό στο πλευρό της. Εξαρχής όμως οι διαφωνίες τους ήταν έντονες. «Οπως η Γαλλίδα συνάδελφος Λαγκάρντ και ο τότε επικεφαλής του Eurogroup, ήμουν της γνώμης ότι οι Ευρωπαίοι έπρεπε να λύσουν τα προβλήματά τους με τις δικές τους δυνάμεις. Η Μέρκελ αντίθετα ήθελε να εμπλέξει το ΔΝΤ στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους».
Η προετοιμασία ενός Grexit
Στην κριτική του για το «σύνηθες blame game που τόσο επιτυχημένα ήξεραν να παίζουν οι Ελληνες», θέτει το ρητορικό ερώτημα «σε ποιον αρέσει να παραδέχεται ότι έζησε πάνω από τις δυνάμεις του;». Επισημαίνει ωστόσο πως το βιβλίο του πρώην υπουργού Οικονομικών Γιώργου Παπακωνσταντίνου «Game Over» αποτελεί μια «αμείλικτη αυτοκριτική για τον τρόπο που η ελληνική κυβέρνηση εξασφάλισε την ένταξη στο ευρώ». «Το γεγονός ότι έγινα αποδιοπομπαίος τράγος δεν με πείραξε, αυτό πρέπει κανείς στην πολιτική να το αντέχει, ακόμη και άκομψους παραλληλισμούς με τους ναζί που αντλούνταν από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Στο μίσος των σόσιαλ μίντια υπήρχε ως αντίβαρο μια πλημμυρίδα αποδοχής και υποστήριξης μέσω επιστολών και emails. Η εκστρατεία δυσφήμησης έπιασε ωστόσο ασυγχώρητο πάτο την άνοιξη του 2017, όταν μια εξτρεμιστική οργάνωση επιτέθηκε με παγιδευμένα πακέτα στον τότε μεταβατικό πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο και στο γραφείο του ΔΝΤ στο Παρίσι, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό μιας υπαλλήλου. Μια βόμβα που εστάλη σε μένα εντοπίστηκε εγκαίρως στο σημείο διαλογής του υπουργείου και απενεργοποιήθηκε».
Θυμίζοντας ότι ο Σόιμπλε ήταν ο «τελευταίος εμβληματικός Ευρωπαίος στο υπουργικό συμβούλιο», όπως τον είχε αποκαλέσει ο Γιούργκεν Χάμπερμας, αναφέρει: «Με την κλιμάκωση της σύγκρουσης το 2015 ξεχάστηκε ότι στην αρχική φάση εγώ ήμουν ο πιο φιλοευρωπαίος σε σχέση με την καγκελάριο, η οποία με τη διστακτικότητά της στο ζήτημα της βοήθειας προς την Ελλάδα όξυνε την εικόνα της ως “Μαντάμ όχι”». Ηδη από το 2010 άρχισε ο πρώην υπουργός Οικονομικών να εξετάζει «εναλλακτικά σενάρια», στα οποία φέρεται ότι συμφωνούσε και η καγκελάριος.
«Οι αμφιβολίες μου (σ.σ. για τη μεταρρυθμιστική ετοιμότητα της Ελλάδας) με ώθησαν να εξετάσω από νωρίς εναλλακτικά σενάρια. Ηδη από το 2010 δεν απέκλεισα τη δυνατότητα να βγει από την Ευρωζώνη ένα μέλος, ως τελευταίο σκέλος μιας αλυσίδας ενεργειών, ως έσχατη λύση – τότε μάλιστα σε συμφωνία με την καγκελάριο. Με τον υφυπουργό Γιοργκ Ασμουσεν συζήτησα νωρίς το ερώτημα αν μπορεί να παραμείνει στο ενιαίο νόμισμα μια χώρα με μικρή ανταγωνιστικότητα, όπως η Ελλάδα. Θα ήταν μια προσωρινή έξοδος από το ευρώ, προκειμένου να υποτιμηθεί το εθνικό νόμισμα και να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα, ένας εφικτός δρόμος; Δεν θα ήταν ένα τέτοιο τέλος με τρόμο καλύτερο από έναν τρόμο χωρίς τελειωμό, αφού ένα και μοναδικό σοκ θα ήταν ευκολότερο να αντιμετωπιστεί από τα χρόνια προγράμματα λιτότητας; Οσο δύσκολοι κι αν ήταν οι κραδασμοί από αυτό το βήμα για όλους τους εμπλεκομένους, αυτού του είδους η νομισματική μεταρρύθμιση θα σήμαινε πως από την επόμενη μέρα θα ξεκινούσε μια ανοδική πορεία».
Το δείπνο με τον Βενιζέλο
Σε αυτό το σημείο αφηγείται την πρώτη του συνάντηση με τον Ευάγγελο Βενιζέλο ως υπουργό Οικονομικών τον Ιούνιο του 2011. «Τον κάλεσα στο Βερολίνο, όχι στο υπουργείο, αλλά σε μια χαλαρή ατμόσφαιρα και ως ένδειξη εκτίμησης στο βραβευμένο εστιατόριο (σ.σ. με δύο αστέρια Μισελέν) του Τιμ Ράουε, για να του εκθέσω τις αμφιβολίες μου… Αυτό που του είπα φάνηκε να του κόβει την όρεξη. Δεν έφαγε σχεδόν τίποτα όταν του εξήγησα τη στάση μου σε αμφότερες τις εναλλακτικές σκέψεις. Αρχικά τον ρώτησα ωμά αν θα είχε νόημα να ανατεθεί η εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος στην Κομισιόν στις Βρυξέλλες, ώστε να μην απαιτούνται κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες για την υλοποίηση των μέτρων. Ηταν μια πρόταση που ήξερα ότι θα είχε βαθιές συνέπειες στην κυριαρχία της Ελλάδας και την οποία απέρριψε κατηγορηματικά ο Βενιζέλος, ο οποίος μάλλον θα ήθελε ο ίδιος να γίνει πρωθυπουργός. Αποσαφήνισε ότι η Ελλάδα θέλει να παραμείνει πάση θυσία στην Ευρωζώνη. Εχει όμως την περηφάνια της και γι’ αυτό δεν θα ήθελε ποτέ να εκχωρήσει κομμάτια της εθνικής της κυριαρχίας σε έναν ευρωπαϊκό θεσμό. Αφού αρνήθηκε και την προσωρινή έξοδο από τη νομισματική ένωση, δηλαδή το τάιμ άουτ που πρότεινα, στη διάρκεια του οποίου θα υποστηριζόταν γενναιόδωρα από την Ε.Ε., έμεινε μόνο ο δύσκολος δρόμος των μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο των προγραμμάτων βοήθειας. Ετσι θα υποβάλλαμε τους Ελληνες σε πολλές δοκιμασίες και εκείνοι με τη σειρά τους θα έπρεπε να προβούν σε μια μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, που συνεπαγόταν κοινωνικές δυσκολίες για την επίτευξη της δημοσιονομικής εξυγίανσης, τη συρρίκνωση του δημοσίου τομέα και την ευελιξία της αγοράς, μια μακρά, επώδυνη διαδικασία. Αυτή όμως ήταν απόφαση των Ελλήνων, όχι άλλων Ευρωπαίων. Θεωρούσα ορισμένες από τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των Ελλήνων με ριζικές παρεμβάσεις όχι απλώς απαραίτητες, αλλά ειλικρινά θαύμασα την εφαρμογή τους».
Περιγράφοντας τη δύσκολη συγκυρία για τον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου στις Κάννες τον Νοέμβριο του 2011, αφηγείται τις πιέσεις από τους Μπαράκ Ομπάμα, Νικολά Σαρκοζί, Αγκελα Μέρκελ, αλλά και Κριστίν Λαγκάρντ και Μάριο Ντράγκι, ώστε να του υπαγορεύσουν το κείμενο για τη διενέργεια δημοψηφίσματος, προκειμένου να τεθεί ενώπιον των ψηφοφόρων το δίλημμα είτε να αποδεχθούν το πρόγραμμα βοήθειας είτε να αποφασίσουν να βγουν από το ευρώ. «Οταν ενημέρωσα τους Ευρωπαίους ομολόγους μου γι’ αυτό, η Ισπανίδα υπουργός Οικονομικών Ελενα Σαλγκάδο, μια αξιόπιστη σοσιαλδημοκράτης, εμφανίστηκε βέβαιη ότι το δημοψήφισμα δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί. Της απάντησα ότι ήμουν παρών και πως αυτό συμφωνήθηκε, εκείνη όμως μας πρότεινε να βάλουμε στοίχημα. Ο Βενιζέλος, τον οποίο γνώριζε καλά, θα το απέτρεπε επειδή ήταν εσωκομματικός αντίπαλος του Παπανδρέου. Είχε δίκιο για το δημοψήφισμα. Ματαιώθηκε και ο Παπανδρέου παραιτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2011. Πλήρωσα φυσικά το χρέος μου για το στοίχημα στη Σαλγκάδο, ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Ωστόσο δεν έγινε ο Βενιζέλος πρωθυπουργός. Η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από τη νομισματική ένωση ουδέποτε συζητήθηκε με τόση σαφήνεια όσο κατά τις δραματικές ώρες των Καννών». Ο Σόιμπλε απέρριπτε όλες τις συζητήσεις περί Grexit που διεξάγονταν δημοσίως με ελαφρότητα. «Θα έπρεπε να αποπεμφθώ αμέσως, αν άφηνα έστω και υπόνοιες προς αυτή την κατεύθυνση. Θα ήταν ένα άγαρμπο λάθος αν δεν είχε υπάρξει προηγούμενη συμφωνία. Ωστόσο, σε εμπιστευτικό κύκλο είχα ήδη συζητήσει την ιδέα, ακόμη και με την ελληνική πλευρά. Το μότο του Γιούνκερ ότι αν χρειαστεί πρέπει να λες ψέματα, μου είναι ξένο. Δεν μου αρέσει να λέω ψέματα. Για να μη χρειάζεται όμως να διαψεύδει κανείς στη συνέχεια, μπορεί να μη λέει δημοσίως την αλήθεια».
Το «κούρεμα» και ο Ακερμαν
Στο κεφάλαιο για το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους περιγράφει την έντονη συνομιλία του με τον Νικολά Σαρκοζί, μετά την αδυναμία της Μέρκελ να καταλήξει σε συμφωνία με τον Γάλλο πρόεδρο για το θέμα. «Για το ύψος του κουρέματος, Μέρκελ και Σαρκοζί διαπραγματεύονταν προσωπικά με τον Γιόζεφ Ακερμαν ως εκπρόσωπο της Διεθνούς Ενωσης Τραπεζών, μια όχι ιδιαίτερα έξυπνη κίνηση στρατηγικής. Οπως και άλλοι εκπρόσωποι των μεγάλων γερμανικών τραπεζών, ο Ακερμαν ήταν της άποψης ότι το πρόβλημα μπορούσε να λυθεί με περιθωριακή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Οταν με ενημέρωσαν ότι η συμφωνία που επετεύχθη ήταν για τους ιδιώτες πιστωτές κάτι παραπάνω από 20%, είπα αυθόρμητα ότι οτιδήποτε κάτω από 50% είναι εκτός συζήτησης… Στο τέλος έγινε 53% και σε αντίθεση με όσα είχαν προβλεφθεί, ο κόσμος δεν καταστράφηκε. Το κούρεμα σήμαινε πράγματι για τους πιστωτές απώλειες πολλών δισεκατομμυρίων, μια ιστορική εξέλιξη την οποία τείνουν ευχαρίστως να ξεχάσουν οι επικριτές της πολιτικής μου έναντι της Ελλάδας. Εξυπνοι επενδυτές, ορισμένοι εκ των οποίων είχαν εξασφαλίσει τα χαρτιά τους σε χαμηλότερες τιμές, απεκόμισαν σημαντικά κέρδη σε πολλές περιπτώσεις. Η σχέση μου με τον Ακερμαν, ο οποίος κατήγγειλε το “αμάρτημα” δημοσίως και του οποίου ο ρόλος ως πιστωτή και συμβούλου των ελληνικών κυβερνήσεων ουδέποτε μου άρεσε, παρέμεινε έκτοτε κάθε άλλο παρά φιλική».
Ξεκινώντας την αφήγηση για τη δεύτερη θητεία του στο υπουργείο Οικονομικών, ο Σόιμπλε διαπιστώνει σαφή μεταρρυθμιστική κόπωση από την πλευρά της Ελλάδας. «Οι αυξανόμενες διαμαρτυρίες στην ελληνική κοινωνία, οι οποίες στρέφονταν κυρίως κατά της τρόικας, έδειχναν τα προβλήματα για τα οποία είχα επανειλημμένως προειδοποιήσει τους Ελληνες συναδέλφους μου των Οικονομικών. Το 2014 επαληθεύτηκε η προφητεία μου ότι μακροπρόθεσμα θα ήταν δύσκολο να αντέξει κανείς πολιτικά τις απαραίτητες περικοπές. Ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος όταν ήταν στην αντιπολίτευση είχε πολεμήσει σθεναρά τη λιτότητα και τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, επιδόθηκε ως πρωθυπουργός σε μια εντυπωσιακά αποφασιστική πορεία εξυγίανσης. Στη διάρκεια της χρονιάς εκείνης όμως τον εγκατέλειψαν οι δυνάμεις του και η κυβέρνησή του δεν ήταν πλέον σε θέση να καταβάλει περαιτέρω μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Στο Βερολίνο, στη διάρκεια συνεδρίου εξήγησε ότι όπως σε μια δύσκολη ορειβασία χρειάζεται κι εκείνος ένα διάλειμμα για να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο ετοιμότητας του ελληνικού λαού».
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αιφνιδίασε τον Τσίπρα, ο οποίος αναγκάστηκε να αποδεχθεί ένα πρόγραμμα το οποίο ήταν πολύ σκληρότερο από αυτό που θα μπορούσε να έχει η Ελλάδα τον Απρίλιο.
Η γνωριμία με τον Τσίπρα
«Τον Τσίπρα τον είχα γνωρίσει ήδη από το 2013 ως ηγέτη της αντιπολίτευσης. Με ενδιέφερε αυτός ο άνθρωπος ενός ανερχόμενου κινήματος που έπνεε τα μένεα κατά της ευρωπαϊκής πολιτικής. Πώς πίστευε ότι μπορούσε να επιλύσει την κρίση; Αν και ουδείς ήθελε να τον υποδεχθεί εκείνη την εποχή στο Βερολίνο, εγώ τον κάλεσα στο υπουργείο Οικονομικών για να ανταλλάξουμε απόψεις. Σε μια συνομιλία που διήρκεσε μία ώρα επιχείρησε να μου αναλύσει πως η πολιτική λιτότητας ήταν λάθος, μου εξήγησε με αφοπλιστική αμεσότητα ότι θα υποσχεθεί στη διάρκεια της επικείμενης προεκλογικής εκστρατείας πως θα κρατήσει τη χώρα στο ευρώ πάση θυσία, χωρίς όμως, όταν γίνει πρωθυπουργός, να αποδέχεται την αιρεσιμότητα, δηλαδή οποιοδήποτε πρόγραμμα. Του απάντησα με την ίδια αμεσότητα πως του εύχομαι να μην κερδίσει τις εκλογές για το καλό του, επειδή η υπόσχεση που θα του εξασφαλίσει εκλογική επιτυχία δεν μπορεί να τηρηθεί με κανέναν τρόπο. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης χωρίς τις απαραίτητες υποχρεώσεις. Αυτό το ήξερε και ο Τσίπρας. Η απάντησή μου όμως δεν τον εντυπωσίασε. Από αυτή τη συζήτηση μου εντυπώθηκε όμως η αδίστακτη πρόθεσή του να προωθήσει μια στάση όσο αδύναμη κι αν ήταν». Από τότε συνειδητοποίησε ότι δύσκολα θα έβρισκε πεδίο συμβιβασμού με τον τέως πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και πως η κρίση θα επέστρεφε ως «φάρσα», όπως χαρακτηριστικά γράφει.
Το επεισόδιο Βαρουφάκη
Στην αυτοβιογραφία του ο Σόιμπλε αφιερώνει ξεχωριστό υποκεφάλαιο στον Γιάνη Βαρουφάκη. «Αυτή την κρίση προκάλεσε σε μεγάλο βαθμό ο άνθρωπος ο οποίος κατά την κυβερνητική αλλαγή ανέλαβε ως υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας να υλοποιήσει το σχέδιο. Ο Γιάνης Βαρουφάκης ήταν οικονομολόγος γνωστός για την ειδίκευσή του στον τομέα της θεωρίας των παιγνίων, ωστόσο τους όρους του παιχνιδιού δεν τους καταλάβαινε ή τους αγνοούσε συνειδητά. Η πρώτη του εμφάνιση στο Eurogroup, κατά την οποία εν είδει πανεπιστημιακής διάλεξης μάς εξήγησε πόσο ανίδεοι είμαστε όλοι, διέλυσε εξαρχής οποιαδήποτε καλή διάθεση και αποδείχθηκε καταστροφική για την περαιτέρω συνεργασία. Οι προκλητικές απόψεις και οι εσκεμμένα αντισυμβατικοί του τρόποι πήγαιναν χέρι χέρι στην περίπτωση του Βαρουφάκη. Αποκήρυξε την προηγούμενη πολιτική ως ένα συνδυασμό “τοξικών λαθών” και της είχε ήδη δείξει το μεσαίο του δάχτυλο δημοσίως – ένας υπουργός με αέρα ποπ σταρ που με άφηνε παγερά αδιάφορο.
Τα έβρισκα όλα αυτά σαχλά, σε μεγάλη απόσταση από τη σοβαρότητα του κύκλου των υπουργών Οικονομικών και την ένταση που απαιτούσε η περίσταση. Ούτε ήθελα να ανταγωνιστώ με την αναμφισβήτητη δυναμική του αστέρα που ενθουσίαζε τους επαγγελματίες των μίντια, ειδικά στη Γερμανία, ούτε όμως ήθελα να υποχωρήσω στην αέναη παρουσία του στα μίντια. Από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους ομολόγους του, ήμουν επιδεικτικά ο τελευταίος που επισκέφθηκε.
Οταν τελικά ήρθε στο Βερολίνο, με συμβούλευσαν οι συνεργάτες μου να αποφύγω μια κοινή δημόσια εμφάνιση εξαιτίας των χιλιοτραγουδισμένων επικοινωνιακών ικανοτήτων του. Εγώ όμως επέμεινα στο συνηθισμένο πρωτόκολλο των επισκέψεων, δηλαδή μπροστά στη σημαία και με συνέντευξη Τύπου. Ο Βαρουφάκης εμφανίστηκε συνοδευόμενος από τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο. Οταν ο Βαρουφάκης μου εξήγησε διεξοδικά ότι στην κυβέρνησή του, με εξαίρεση τον ίδιο, ήταν όλοι άσχετοι και τόνισε μάλιστα πως ο ίδιος δεν είναι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, παρενέβη ο Τσακαλώτος και είπε “εγώ ξέρω”.
Αυτό με έκανε να αντιδράσω λέγοντας ότι προφανώς εκείνος είναι ο επιβλέπων. Από αυτή την ανταλλαγή απόψεων αυτό που μου έμεινε, και θα μπορούσε να είναι κι ένα συμπέρασμα για τη σύντομη θητεία του Βαρουφάκη, είναι “συμφωνούμε πως διαφωνούμε”. Αν και ο Βαρουφάκης, ο οποίος ήθελε πάντα να έχει την τελευταία λέξη, προσέθεσε στην κοινή συνέντευξη Τύπου ότι ούτε καν σε αυτό συμφωνούμε. Επειδή μιλούσαμε όλοι ως υπουργοί Οικονομικών στα αγγλικά, προσφωνούσαμε ο ένας τον άλλον με το μικρό μας όνομα, αλλά δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να τυφλωθεί από τα κοπλιμέντα του. Ο Βαρουφάκης αρεσκόταν να διεκδικεί την εύνοια με υπερβολικές φιλικότητες, ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή, αναπαράγοντας περίπου χοντροκομμένες θεωρίες συνωμοσίας, ψιθύριζε για τις “σκοτεινές δυνάμεις” που θέλουν να υπονομεύσουν τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Ο Γάλλος Μισέλ Σαπέν αποκαλούσε, σύμφωνα με τον Σόιμπλε, τον Βαρουφάκη «παράξενο πουλί», γεμάτο ιδέες που δεν κατάφερε ποτέ να μετακινηθεί από τον φανταστικό χώρο της διανόησης στον αληθινό κόσμο, έναν κόσμο δράσης και αντιφάσεων. «Καλώς ήρθες στην πραγματικότητα, σκέφθηκα σιωπηρά μέσα μου όταν παραπονέθηκε δημοσίως ο Βαρουφάκης ότι δεν του δόθηκε χρόνος για ενημέρωση, αλλά ότι με το πιστόλι στον κρόταφο έτρεχε από συνεδρίαση σε συνεδρίαση έπειτα από άγρυπνες νύχτες.
Το πιο μελανό στιγμιότυπο στο Eurogroup έγινε γνωστό τον Ιούνιο, όταν μάθαμε ότι ο Βαρουφάκης ηχογραφούσε κρυφά τις διαπραγματεύσεις μας για να δημοσιοποιήσει αντίγραφα αυτών. Μένει ανοιχτό τι ήταν πιο εξοργιστικό: η διάρρηξη της εμπιστοσύνης αυτή καθεαυτήν ή η ερμηνεία ότι είχε “ηθικό καθήκον” επειδή στη συνέχεια έπρεπε να λογοδοτήσει στο Κοινοβούλιο και τα μίντια.
Πάντως, συγκριτικά με άλλους συναδέλφους μου θύμωσα λιγότερο επειδή στην τελική έχω διαπραγματευθεί και με υπουργούς του SED (σ.σ. το κομμουνιστικό κόμμα της Ανατολικής Γερμανίας), είχα δηλαδή μεγάλο πλούτο εμπειριών από αυτή την άποψη. Αν και ο Βαρουφάκης υπέθετε ότι θα μπορούσε έως το τέλος να μας πείσει με ατέρμονες διαλέξεις ότι δεν είχαμε άλλη επιλογή από να αποδεχθούμε ένα νέο κούρεμα, ακόμη και ο Σαπέν, ο οποίος ως Γάλλος ήταν παραδοσιακά εγγύτερα στους Ελληνες, εξάρτησε την αλληλεγγύη από μια υπεύθυνη συμπεριφορά.
Ο Βαρουφάκης δεν το κατάλαβε και κατάφερε να στρέψει ακόμη και τον πλέον καλοπροαίρετο συνάδελφό του εναντίον του». Ειδικά οι εκπρόσωποι της ανατολικής Ευρώπης εμφανίζονταν αγανακτισμένοι από τη στάση του Ελληνα υπουργού. «”Σταμάτα, Γιάνη”! Ακούω ακόμη τη φωνή ενός στ’ αυτιά μου. “Δεν αντέχω άλλο. Κλαίγεσαι για τις κοινωνικές παροχές που πρέπει να περικόψεις. Οι συντάξεις σας είναι διπλάσιες από τις δικές μας. Κι εγώ πρέπει να εξηγήσω στον λαό μου ότι διακινδυνεύουμε εξαιτίας σας”». Ο Σόιμπλε καταλήγει στο σχετικό εδάφιο με την αποστροφή της Λαγκάρντ περί ανάγκης να επιστρέψει ο διάλογος μεταξύ ενηλίκων στο δωμάτιο και επισημαίνει πως ουδέποτε διάβασε μια πιο «εξοντωτική» ετυμηγορία για έναν συνάδελφό του από αυτήν του Γερούν Ντάισελμπλουμ, πρώην επικεφαλής του Eurogroup, για τον Βαρουφάκη: «Ποτέ ένας υπουργός Οικονομικών δεν προκάλεσε τόσο μεγάλη ζημιά στη χώρα του σε τόσο σύντομο διάστημα».
Η ερμηνεία του «όχι»
Ενθυμούμενος την περίφημη ρήση του «στις 28 Φεβρουαρίου isch over» (τελείωσε), ο Σόιμπλε εξηγεί πως πλέον είχε πειστεί ότι μόνο με τέτοια τελεσίγραφα και απειλές θα μπορούσε να επιτευχθεί η ελληνική υποχώρηση, αν και με έναν δραματικό ελιγμό ο Τσίπρας κατάφερε να εξασφαλίσει μια τετράμηνη παράταση του προγράμματος. Κατά τη γνώμη του πρώην υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, ο Τσίπρας είχε πιθανότατα με το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 ως στρατηγικό στόχο να εξασφαλίσει ένα οριακό “όχι”, που αφενός θα του έδινε ένα ισχυρό επιχείρημα στις διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες και αφετέρου μια διέξοδο να εξηγήσει στο εσωτερικό την υποχώρησή του. Ωστόσο, το ξεκάθαρο αποτέλεσμα τον αιφνιδίασε, αφού πλέον δεν ήταν σε θέση να βγει από τη δύσκολη θέση χωρίς να χάσει την αξιοπιστία του. Ο Σόιμπλε υιοθετεί σε αυτό το σημείο την εκτίμηση του Σαπέν. «Απόδειξη αυτής της θέσης του Σαπέν είναι ότι ο Τσίπρας αποδέχθηκε αργότερα ένα πρόγραμμα το οποίο ήταν πολύ σκληρότερο από αυτό που θα μπορούσε να έχει η Ελλάδα τον Απρίλιο. Ισως όμως ήταν απλώς το αδιέξοδο και ο αδίστακτος χαρακτήρας ενός ηγέτη, τον οποίο είχα διαπιστώσει πάνω του, που του έδωσε την ευκαιρία να αντιδράσει ταχύτατα στη νέα κατάσταση. Το γεγονός ότι κατάφερε ξανά να συσπειρώσει την πλειοψηφία των Ελλήνων είναι ίσως το μεγαλύτερό του επίτευγμα, γιατί αυτό ήταν σε εκείνη την περίσταση εξαιρετικά σημαντικό για τη σταθεροποίηση της κατάστασης». Για τον διάδοχο του Βαρουφάκη, τον «επιβλέποντα» Τσακαλώτο, χρησιμοποιεί τα επίθετα «σοβαρός και προσωπικά αξιόπιστος», σε αντίθεση με τον προκάτοχό του. «Ακόμη κι αν από άποψη περιεχομένου δεν άλλαξαν πολλά, ο Τσακαλώτος απέφυγε πάντως να παραδώσει διαλέξεις σε όλο τον κόσμο. Αν δει κανείς τη διελκυστίνδα της ελληνικής κρίσης που διήρκεσε χρόνια, είναι εντυπωσιακό πόσο έντονα τη σφράγισε το ολιγόμηνο επεισόδιο Βαρουφάκη ειδικά στη Γερμανία».
Συζητώντας ξανά τη δραχμή
Μετά το δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε στην καγκελαρία ενδοκυβερνητική σύσκεψη, στην οποία επιχειρηματολόγησε ξανά υπέρ ενός τάιμ άουτ. Παραδόξως ο σοσιαλδημοκράτης αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ φάνηκε να συμφωνεί μαζί του, ενώ σιωπηλός έμεινε ο τότε ΥΠΕΞ και σημερινός πρόεδρος της χώρας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ, επίσης στέλεχος των Σοσιαλδημοκρατών. «Γι’ αυτό ήρθα σε αντιπαράθεση με τη Μέρκελ, η οποία απάντησε στα σχόλιά μου ότι αυτό θα ήταν εφικτό μόνο σε συνεννόηση με τον Φρανσουά Ολάντ, και εκείνος διαφωνεί. Δεν επρόκειτο να θυσιάσει τη γαλλογερμανική σχέση. Οποιος γνωρίζει την αφοσίωσή μου στη γαλλογερμανική συνεργασία ξέρει πως αυτό ήταν βαρύ πυροβολικό. Απάντησα ότι φυσικά ούτε εγώ ήθελα κάτι τέτοιο, αλλά πως ήμουν πεπεισμένος ότι ούτε ο Ολάντ θα προτιμούσε να θυσιάσει τη γαλλογερμανική συνεργασία για χάρη των φιλικών θέσεών του προς την Αθήνα. Προϋπόθεση όμως γι’ αυτό ήταν μια ξεκάθαρη στάση από τη Μέρκελ.
Μόνο αργότερα συνειδητοποίησα πως ο Γκάμπριελ έπαιζε μάλλον διπλό παιχνίδι. Στην καγκελαρία συμφωνούσε μαζί μου και μετά έλεγε στα σόσιαλ μίντια ότι σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση κάθε δυνατή πρόταση πρέπει να εξεταστεί αμερόληπτα. Την ίδια στιγμή όμως μαζί με τον Μοσκοβισί επιχειρηματολογούσαν σθεναρά κατά ενός αποκλεισμού της Ελλάδας στο πλαίσιο των Ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών». Οταν στη συνέχεια συζητήθηκε το τάιμ άουτ, 15 από τους 19 υπουργούς Οικονομικών τάχθηκαν υπέρ, ενώ εκτός από τον Τσακαλώτο διαφώνησαν ο Σαπέν, ο Ιταλός Πιερ Κάρλο Παντοάν και ο Κύπριος Χάρης Γεωργιάδης.
Στη Σύνοδο Κορυφής που ακολούθησε η εικόνα ήταν πολύ διαφορετική, η Μέρκελ ήταν διστακτική και τον Τσίπρα σιγοντάρανε οι Τζέφρεϊ Σακς, Πολ Κρούγκμαν και Τζόζεφ Στίγκλιτζ, τονίζει ο Σόιμπλε, ο οποίος περιγράφει την «κωματώδη» κατάσταση στην οποία βρίσκονταν στο τέλος της συνεδρίασης οι συμμετέχοντες. «Αυτό είναι επίτευξη συναίνεσης διά της κόπωσης. Η Μέρκελ είναι ειδική σε αυτό», αποφαίνεται με το δηλητηριώδες χιούμορ του. Ο Σόιμπλε εξαίρει την τελική μεταστροφή του Τσίπρα με την αποδοχή του προγράμματος. «Ηταν ένα θαρραλέο βήμα και ο Τσίπρας πέτυχε στη συνέχεια αξιοπρόσεκτα πράγματα, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στην επόμενη κυβέρνηση να σταθεροποιήσει πάνω σε αυτή τη βάση την Ελλάδα. Αυτό αξίζει αναγνώριση».
Καλός μπάτσος – κακός μπάτσος;
Πολλοί αναρωτιούνταν εκείνη την περίοδο αν ο Σόιμπλε και η Μέρκελ έχουν αναλάβει να παίξουν ρόλους στην κρίση, εκείνος του κακού μπάτσου κι εκείνη του καλού. Ο ίδιος το διαψεύδει – «παρότι η έκβαση των διαπραγματεύσεων θα μπορούσε να αποτιμηθεί ως απόρροια μιας τέτοιας στρατηγικής. Ακόμη και οι σοφοί της οικονομίας στη Γερμανία αποφάσισαν κατά πλειοψηφία πως χωρίς την επίκληση μιας προσωρινής, εθελοντικής εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη ως ρεαλιστικού σεναρίου, δεν θα φθάναμε στην υποχώρηση του Τσίπρα».
Ειδήσεις σήμερα
Συναγερμός για φωτιά σε 6 περιφέρειες – Σε ετοιμότητα επιπέδου 4 οι δυνάμεις Πολιτικής Προστασίας
Γυναικοκτονία στους Αγίους Αναργύρους: Το εγχειρίδιο της ΕΛ.ΑΣ. πήγε… αδιάβαστο
Ακίνητα: Οδηγός για την αγορά εξοχικού στις Κυκλάδες [πίνακας]
ΝΔ – Μεϊμαράκης: «Όλοι θα δώσουμε τη μάχη μαζί σου με εσένα μπροστά», είπε στον Μητσοτάκη
Χριστοδουλίδης: Ευχαριστώ τον Μητσοτάκη για την ενεργή στήριξη των προσπαθειών μας