Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες νεκροί είναι η ιδιοκτήτρια της εταιρείας, ο διαχειριστής της εταιρείας και ένας καπετάνιος. Ο 70χρονος δράστης μπήκε στα γραφεία της ναυτιλιακής εταιρείας και πυροβόλησε αρκετές φορές ενώ σύμφωνα με πληροφορίες κράτησε και ομήρους.
Η συγκεκριμένη επίθεση ξύπνησε μνήμες από παλιότερες ομηρίες και επιθέσεις όπως το μακελειό στην οδό Νιόβης ή αλλιώς την υπόθεση Σορίν Ματέι αλλά και τις λεωφορειοπειρατείες που σημειώθηκαν στην χώρα.
Υπόθεση Σορίν Ματέι: Ένας θάνατος σε ζωντανή μετάδοση
Μια υπόθεση με τραγική κατάληξη, όπως ήταν η ομηρία στην οδό Νιόβης, άλλαξε τα πάντα στην Ελληνική Αστυνομία. Αλλά και στην τηλεόραση. Από εκείνο το μοιραίο βράδυ Τετάρτης 23 Σεπτεμβρίου 1998 η ΕΛ.ΑΣ. έχει πλέον διαπραγματευτές – ρόλο που εκείνη τη νύχτα έπαιξε ένας δημοσιογράφος.
Ο Ρουμάνος δραπέτης Σορίν Ματέι πριν από 21 χρόνια σαν σήμερα, εισέβαλε σε διαμέρισμα πολυκατοικίας στην οδό Νιόβης στα Κάτω Πατήσια και κράτησε ομήρους τους τέσσερις ενοίκους με την απειλή χειροβομβίδας.
Παράλληλα τηλεφώνησε στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι όπου σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση συνομιλούσε για τέσσερις περίπου ώρες με τον κεντρικό παρουσιαστή ειδήσεων του καναλιού, Νίκο Ευαγγελάτο. Τελικά το ίδιο βράδυ οι αστυνομικές δυνάμεις, εκτιμώντας πως η χειροβομβίδα ήταν ψεύτικη, εισέβαλαν στο διαμέρισμα.
Από την έκρηξη της χειροβομβίδας που ακολούθησε σκοτώθηκε η ένοικος Αμαλία Γκινάκη. Ο τραυματισμένος Σορίν Ματέι, του οποίου οι συνθήκες θανάτου δεν έχουν εξακριβωθεί πλήρως, βρέθηκε νεκρός τρεις μέρες αργότερα στο κελί του στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού. Την αποτυχημένη εισβολή της αστυνομίας ακολούθησε η παραίτηση του αρχηγού της αστυνομίας, αντιστράτηγου Αθανάσιου Βασιλόπουλου.
Το ιστορικό με τον Σορίν Ματέι
Ο Σορίν Ματέι δεν ήταν η πρώτη φορά που απασχολούσε την αστυνομία. Το 1995 είχε κατηγορηθεί για απόπειρα ανθρωποκτονίας και για αρκετές ληστείες, είχε όμως καταφέρει να διαφύγει από τα δικαστήρια Ευελπίδων λίγο πριν την εκδίκαση της υπόθεσής του, για να συλληφθεί αργότερα και να οδηγηθεί στις φυλακές Κέρκυρας. Στις 10 Μαρτίου 1996 δραπέτευσε από τις φυλακές Κέρκυρας μαζί με άλλους συγκρατούμενούς του για να συλληφθεί πάλι.
Γιατί φτιάχνουμε κουραμπιέδες τα Χριστούγεννα - Πόσα γνωρίζετε για την ιστορία τους
Τον ίδιο μήνα δραπετεύει από το νοσοκομείο “Γεώργιος Γεννηματάς”, συλλαμβάνεται και λίγες μέρες αργότερα οδηγείται στις φυλακές Λαρίσης απ’ όπου δραπέτευσε για άλλη μια φορά. Την 7η Μαΐου 1997 οι αστυνομικοί τον εντοπίζουν τυχαία σε μπλόκο και τον οδηγούν στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού. Τον Ιούλιο του 1998 διατάζεται η μεταφορά του στις φυλακές Αγίου Στεφάνου Πάτρας κατά τη διάρκεια όμως της παραμονής του δραπετεύει από το τμήμα μεταγωγών Πάτρας και επιστρέφει στην Αθήνα.
Την 5η Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, η αστυνομία οδηγείται στα ίχνη του ύστερα από τη σύλληψη του συνεργού του Παναγιώτη Χαλεπά. Στην εισβολή όμως που πραγματοποιείται στο σπίτι του Ματέι οι αστυνομικοί αιφνιδιάζονται καθώς ο Ματέι έχοντας υποψιαστεί την ενέδρα τούς περιμένει κρατώντας ένα όπλο και δύο χειροβομβίδες.
Αφού πήρε ως όμηρο τον αστυφύλακα του τμήματος ασφαλείας Χαλκίδας Θανάση Kρυσταλλογιάννη κατευθύνθηκε με αυτοκίνητο στην εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας και διέφυγε ύστερα από αρκετές ώρες περιπλάνησης παρά την αστυνομική συνοδεία. Τελικά κάπου στον Πειραιά εγκατέλειψε το αμάξι και τον αστυνομικό και επιβιβάστηκε σε ταξί προς άγνωστη κατεύθυνση.
Μετά από αυτό το περιστατικό οι αστυνομικοί ήρθαν για δεύτερη φορά πρόσωπο με πρόσωπο με τον Σορίν Ματέι σε αγροτική περιοχή της Λάρισας, αλλά μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών ξέφυγε.
Ύστερα από αρκετές έρευνες η αστυνομία τον εντόπισε λίγες ημέρες αργότερα στην Αθήνα, φοβούμενη όμως κάποιο ατύχημα προτίμησε να περιμένει την κατάλληλη στιγμή. Η ευκαιρία δόθηκε το βράδυ της 23ης Σεπτεμβρίου όταν επισκέφθηκε μια φίλη του, την Πηνελόπη Αθανασοπούλου, που διέμενε στο ισόγειο πολυκατοικίας στην οδό Νιόβης 4. Παρουσία εισαγγελέα, οι ειδικές δυνάμεις της Αστυνομίας εισέβαλαν στο χώρο και συνεπλάκησαν με τον Ματέι.
Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής χρησιμοποιήθηκε χειροβομβίδα λάμψης κρότου ενώ ένας αστυνομικός τον χτύπησε με την λαβή όπλου. Ο Ματέι όμως κατόρθωσε τελικά μέσα από το φωταγωγό να διαφύγει και να μπει στο διαμέρισμα του α΄ ορόφου της πολυκατοικίας. Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, ο εισαγγελέας Ιωάννης Σακκάς είχε δώσει εντολή να μην πυροβολήσουν σε καμία περίπτωση κατά τη διάρκεια της επιχείρησης.
Ομηρία και τηλεοπτική κάλυψη
Εκείνη την ώρα στο διαμέρισμα του α΄ ορόφου βρίσκονταν η Σουλτάνα Γκινάκη, 58 χρονών, τα δύο της παιδιά, Ευάγγελος Γκινάκης, 24 χρονών, και Αμαλία Γκινάκη, 25 χρονών, καθώς και ο αρραβωνιαστικός της τελευταίας, Απόστολος Μακρινός, 34 χρονών. Αφού η Σουλτάνα Γκινάκη περιποιήθηκε τα τραύματα του Ματέι, ο ίδιος έδεσε με τα κορδόνια των παπουτσιών του στο ένα του χέρι την Αμαλία Γκινάκη και στο άλλο χέρι τής, τον Απόστολο Μακρινό. Λόγω των εξελίξεων ο αρχηγός της αστυνομίας, Αθανάσιος Βασιλόπουλος, ενημέρωσε το γραμματέα του υπουργείου δημοσίας τάξης, Γιάννη Παπαδογιαννάκη, ο οποίος με τη σειρά του επικοινώνησε με τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, καθώς ο υπουργός Ρωμαίος απουσίαζε στις Βρυξέλλες. Ο πρωθυπουργός ζήτησε να μεταβεί η ηγεσία της αστυνομίας στο χώρο που εξελισσόταν το όλο περιστατικό.
Στις 7 το απόγευμα ο Σορίν Ματέι τηλεφώνησε στον τηλεοπτικό σταθμό “Σκάι” και ζήτησε να συνδεθεί με το Νίκο Ευαγγελάτο, παρουσιαστή του κεντρικού δελτίου ειδήσεων του καναλιού. Το τηλεφώνημα έμελλε να διαρκέσει τέσσερις ώρες. Αφού συνομίλησε με το διευθυντή ειδήσεων Σταμάτη Μαλέλη, συνδέθηκε τηλεφωνικά με το κεντρικό δελτίο ειδήσεων, το οποίο εκείνη την ώρα διέκοπτε την κανονική ροή του προγράμματος. Αμέσως άρχισε ένας συνεχής διάλογος μεταξύ Ευαγγελάτου και Ματέι.
Μέσα από τη συχνότητα του τηλεοπτικού σταθμού, ο κακοποιός γνωστοποίησε τις προθέσεις του καθώς και τις απαιτήσεις του. Συγκεκριμένα ζήτησε 500.000 δραχμές ενώ λίγο αργότερα δήλωσε ότι είχε κάνει χρήση ηρωίνης. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι αστυνομικές αρχές δεν είχαν επικοινωνήσει με το τηλεοπτικό κανάλι καθιστώντας ουσιαστικά τον κεντρικό παρουσιαστή ως το μοναδικό διαπραγματευτή. Λίγο αργότερα ο Θεόδωρος Παπαφίλης, διευθυντής της αστυνομίας Αθηνών, ανέλαβε τις διαπραγματεύσεις, ενώ παράλληλα η επικοινωνία με το δημοσιογράφο συνεχιζόταν.
Κατά τις 8 το βράδυ κατέφθασε στον τηλεοπτικό σταθμό ο υπαρχηγός της αστυνομίας, υποστράτηγος Θεόδωρος Πλάκας, προκειμένου να κατευθύνει τις διαπραγματεύσεις μέσω του τηλεφώνου. Λόγω της χρήσης ηρωίνης ο Ματέι ζήτησε αμφεταμίνες από την αστυνομία προκειμένου να κατορθώσει να μείνει ξύπνιος. Αντί γι’αυτές του έστειλαν υπνωτικά χάπια, τα οποία όμως αναγνωρίστηκαν από τον εγκληματία με αποτέλεσμα να επέλθει ρήξη και διακοπή της επικοινωνίας με τους αστυνομικούς. Έτσι η αστυνομία επικεντρώθηκε στη διαπραγμάτευση μέσω της τηλεφωνικής σύνδεσης. Κατόπιν συζητήσεων ο Ματέι αποφάσισε να ελευθερώσει τον Βαγγέλη Γκινάκη.
Εισβολή της αστυνομίας
Στις 9 περίπου το βράδυ ο Αθανάσιος Βασιλόπουλος κατέφθασε στην οδό Νιόβης προκειμένου ν’ αναλάβει ο ίδιος προσωπικά τις διαπραγματεύσεις. Μια από τις πρώτες του κινήσεις ήταν να ανακρίνει την Πηνελόπη Αθανασοπούλου, στο σπίτι της οποίας φιλοξενείτο ο Ματέι μέχρι την εισβολή της αστυνομίας, έτσι ώστε να διαπιστώσει αν η χειροβομβίδα είναι αληθινή ή όχι. Αν και η Αθανασοπούλου ήταν υπο την επήρεια των ναρκωτικών, ο αρχηγός της αστυνομίας βασισμένος στα λόγια της πίστεψε ότι η χειροβομβίδα ήταν ψεύτικη. Στο επιτόπιο συμβούλιο που έγινε η αστυνομία αποφάσισε να εισβάλει στο διαμέρισμα διατάζοντας παράλληλα τον “Σκάι” να διακόψει την τηλεοπτική κάλυψη της τηλεφωνικής σύνδεσης με τον Σορίν Ματέι. Με τη λύση αυτή διαφώνησε ο διευθυντής ασφαλείας Αττικής, Θεόδωρος Παπαφίλης, ενώ κατά τον Σταμάτη Μαλέλη και ο υπαρχηγός της αστυνομίας, Θεόδωρος Πλάκας, διαφωνούσε με την εκτίμηση περί ψεύτικης χειροβομβίδας.
Στις 11 μ.μ. ο Σορίν Ματέι αποφάσισε να απελευθερώσει την Σουλτάνα Γκινάκη ως αντάλλαγμα για τα φάρμακα που του είχαν δώσει οι αστυνομικοί. Αφού έφυγε από την πολυκατοικία, οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας καθοδηγούμενες από τον αρχηγό της, Βασιλόπουλο, εισέβαλαν στο διαμέρισμα.
Η τηλεφωνική σύνδεση με τον Ματέϊ, που ποτέ δεν είχε διακοπεί, άρχισε πάλι να μεταδίδεται από τη συχνότητα του “Σκάι” με αποτέλεσμα να ακούγεται ο διάλογος των αστυνομικών με τον Ματέι. Οι αστυνομικοί τράβηξαν τον Απόστολο Μακρινό κόβοντας τα κορδόνια που τον έδεναν με την αρραβωνιαστικιά του. Ο Ματέι πρόλαβε όμως να πιάσει την Αμαλία Γκινάκη, την οποία έσπρωξε στους αστυνομικούς αφού της είχε βάλει πρώτα στο σορτς της χειροβομβίδα με αποτέλεσμα να εκραγεί.
Από την έκρηξη τραυματίστηκε σοβαρά η Αμαλία Γκινάκη, η οποία και διακομίστηκε στον Ερυθρό Σταυρό όπου και απεβίωσε στις 9 Οκτωβρίου.
Επίσης από τα θραύσματα της χειροβομβίδας τραυματίστηκε ο αρχηγός της αστυνομίας, αντιστράτηγος Αθανάσιος Βασιλόπουλος, ο οποίος και μεταφέρθηκε στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο με ελαφρά τραύματα στο πρόσωπο και ρήξη αριστερού τυμπάνου, ο υπαρχηγός της αστυνομίας και μετέπειτα αρχηγός αυτής, υποστράτηγος Ιωάννης Γεωργακόπουλος, ο οποίος διακομίστηκε στον Ερυθρό Σταυρό με σοβαρά τραύματα στο αριστερό μάτι, ο Βασίλειος Τσιατούρας, προϊστάμενος του εκεί τμήματος και μετέπειτα αρχηγός της αστυνομίας, ο Γιώργος Mαρκόπουλος, αστυνόμος της Ασφάλειας με ελαφρά τραύματα και ο Γιώργος Παλιούρας, οδηγός του Αθανάσιου Βασιλόπουλου, του οποίου ακρωτηριάστηκε το ένα πόδι.
Από τα θραύσματα της χειροβομβίδας τραυματίστηκε ο υπαρχηγός της αστυνομίας και μετέπειτα αρχηγός αυτής, υποστράτηγος Ιωάννης Γεωργακόπουλος, ο οποίος διακομίστηκε στον Ερυθρό Σταυρό με σοβαρά τραύματα στο αριστερό μάτι
Συνθήκες θανάτου Σορίν Ματέι
Αμέσως μετά την έκρηξη, ο Σορίν Ματέι μεταφέρθηκε εσπευσμένα στον Ερυθρό Σταυρό και στη συνέχεια στο Γενικό Κρατικό νοσοκομείο Νίκαιας. Εκεί ο διευθυντής της χειρουργικής κλινικής του νοσοκομείου Κώστας Αλεξίου έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να παραμείνει περισσότερο καθώς η κατάστασή του δεν διέτρεχε κίνδυνο και αποφασίστηκε η μεταφορά του στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού.
Στον Σορίν Ματέι ήδη από την νοσηλεία του στον Ερυθρό Σταυρό είχαν χορηγηθεί μεγάλες ποσότητες υπνωτικών έτσι ώστε να βρίσκεται σε κατάσταση καταστολής. Σχετικά με τις ποσότητες κατασταλτικών φαρμάκων που βρέθηκαν στο αίμα του Σορίν, ο ιατρός υπηρεσίας Ιωάννης Κούτρας, ανέφερε ότι ήταν «δόσεις για ελέφαντα», αν και οι φύλακες υποστήριξαν πως είχε επαφή με το περιβάλλον.
Ο θάνατός του Σορίν Ματέι διαπιστώθηκε από τον γιατρό υπηρεσίας Ιωάννη Κούτρα στις 10.55 μ.μ της 26ης Σεπτεμβρίου 1998 παρουσία του εισαγγελέα Εφετών και επόπτη των φυλακών Π. Μανταγιουζίδη. Λόγω των αντιδράσεων ο τότε υπουργός δικαιοσύνης Ευάγγελος Γιαννόπουλος διέταξε Ένορκη διοικητική εξέταση ενώ κλήθηκε και ο προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά Δημοσθένης Μπούκης για να διερευνήσει την υπόθεση.
Παράλληλα το υπουργείο δικαιοσύνης ανέθεσε σε τέσσερις ιατροδικαστές, τρεις δικούς του και έναν της οικογένειας, να πραγματοποιήσουν νεκροψία. Κατά τον ιατροδικαστή της οικογένειας, Μάριο Ματσάκη, ο θάνατος οφειλόταν σε πνιγμό λόγω εισρόφησης γαστρικού υγρού σε συνδυασμό με την παρατεταμένη καταστολή. Άφησε δε αιχμές κατά των γιατρών του Κρατικού Νίκαιας που επέτρεψαν τη μεταφορά του Ματέι στις φυλακές τονίζοντας ότι εάν είχε μείνει στο νοσοκομείο θα ήταν ζωντανός.
Λεωφορειοπειρατείες στην Ελλάδα
Λεωφορειοπειρατεία στο Σχολάρι 29 Μαΐου του 1999 – Υπόθεση Φλαμούρ Πίσλι
Στις 29 Μαΐου του 1999, ένας Αλβανός υπήκοος που ζούσε και εργαζόταν στην Ελλάδα, ο 25χρονος Φλαμούρ Πίσλι, οπλισμένος με μια χειροβομβίδα κατέλαβε λεωφορείο του ΚΤΕΛ με εννέα επιβάτες στο Κάτω Σχολάρι Θεσσαλονίκης, διαμαρτυρόμενος για αδικίες που είχε υποστεί από τον εργοδότη του, αλλά και για ψευδείς κατηγορίες σε βάρος του (σύμφωνα με τον ισχυρισμό του) για παράνομη κατοχή όπλων.
Ο Αλβανός ζήτησε να του παραδοθούν χρηματικά λύτρα ύψους 50 εκατομμυρίων δραχμών και τρία τουφέκια τύπου Καλάσνικοφ, καθώς επίσης και να εξασφαλισθεί η διαφυγή στη χώρα του. Οι ελληνικές αστυνομικές αρχές, φοβούμενες μια κατάληξη παρόμοια της περίπτωσης της ομηρείας στη οδό Νιόβης στην Αθήνα που είχε προηγηθεί (όταν ο ρουμάνος κακοποιός Σορίν Ματέι είχε προκαλέσει το θάνατο της Αμαλίας Γκινάκη), κατέβαλαν τα λύτρα και παρέδωσαν τρία όπλα στον απαγωγέα, τα οποία όμως αυτός δεν δέχτηκε με το αιτιολογικό πως δεν ήταν της μάρκας που επιθυμούσε.
Στη συνέχεια και καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, το λεωφορείο ακολούθησε διαδρομή προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα επιτηρούμενο από αστυνομικό όχημα όπου επέβαιναν άνδρες των ΕΚΑΜ και υπό την κάλυψη των εγχώριων ΜΜΕ, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στους τηλεθεατές. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Πίσλι σκόπευε να παραδοθεί ή στην πλατεία της γενέτειράς του ή στην πρωτεύουσα Τίρανα, ωστόσο όταν το λεωφορείο έφτασε στο Ελμπασάν, εκδηλώθηκε επέμβαση των αλβανικών αρχών που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο αφενός του απαγωγέα, αφετέρου του Έλληνα επιβάτη Γεώργιου Κουλούρη, 28 ετών, ο οποίος φαίνεται πως παρουσίαζε μια σχετική φυσιογνωμική ομοιότητα μαζί του.
Το ελληνικό Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, επισημαίνοντας ότι οι αλβανικές αρχές δεν επέτρεψαν την επέμβαση των Ελλήνων αστυνομικών, επέρριψε την αποκλειστική ευθύνη στην ηγεσία της αστυνομίας της γειτονικής χώρας. Οι συγγενείς του Γεώργιου Κουλούρη προσέφυγαν στη δικαιοσύνη, ωστόσο οι αλβανικές υπηρεσίες έθεσαν την έρευνά τους στο αρχείο, δίχως να αποδώσουν ευθύνες για το θάνατο του Έλληνα επιβάτη.
Λεωφορειοπειρατεία στο Πολύκαστρο 14 Ιουλίου του 1999 – Υπόθεση Αρμπέν Σούφα
Στις 14 Ιουλίου του 1999, ενάμισι μήνα μετά την αιματηρή κατάληξη της πρώτης λεωφορειοπειρατείας, ο 33χρονος Αρμπέν Σούφα, Αλβανός υπήκοος που ζούσε και εργαζόταν στην Ελλάδα, εισέβαλε περίπου στις 13:25 στο ΚΤΕΛ της γραμμής Γουμένισσα – Θεσσαλονίκη, φέροντας κουκούλα και οπλισμένος με δύο χειροβομβίδες. Απασφαλίζοντας τη μια ως απειλή, ο Σούφα ζήτησε από τον οδηγό Ιωάννη Λιβερτζίδη να οδηγήσει το λεωφορείο στην Αλβανία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα και καθ’ υπόδειξιν του Σούφα, το λεωφορείο μετέβη στο Αστυνομικό Τμήμα Πολυκάστρου, όπου μέσω μίας επιβάτιδος ο Σούφα κατήγγειλε στον διοικητή κακοποίηση από αστυνομικούς στις 12 του μήνα, οι οποίος -όπως υποστήριξε- επίσης κατέσχεσαν και κατέστρεψαν αυθαιρέτως τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και το βιβλιάριο καταθέσεών του.
Ζήτησε από τις αστυνομικές αρχές να του παραδοθούν χρηματικά λύτρα ύψους 250 εκατομμυρίων δραχμών και δύο ή τέσσερα όπλα (περίστροφο και πολυβόλο). Οι αστυνομικές αρχές προσπάθησαν να διαπραγματευτούν ανταλλαγή ομήρων με αστυνομικούς, ενώ μετά από διαπραγματεύσεις έπεισαν τον Σούφα να απελευθερώσει 42 ομήρους.
Η απελευθέρωση των ομήρων έλαβε χώρα στο Λιμνότοπο, περίπου 15 λεπτά μετά την έναρξη της λεωφορειοπειρατείας. Στο λεωφορείο πλέον ευρίσκονταν 8 άτομα, συμπεριλαμβανομένου του Σούφα.
Στη Γέφυρα, το λεωφορείο άλλαξε πορεία, κινούμενο πλέον προς την Έδεσσα. Όταν το λεωφορείο βρισκόταν στην περιοχή της Σκύδρας, η Αστυνομία αποπειράθηκε για πρώτη φορά να επικοινωνήσει με τον δράστη -ανεπιτυχώς- , κάτι που κατάφερε όταν το ΚΤΕΛ είχε φτάσει κοντά στο χωριό Άγρα. Εκεί, μεταξύ 16:25 και 17:10, ο Σούφα συμφώνησε στην απελευθέρωση ενός ακόμη ομήρου, ενός ηλικιωμένου λαχειοπώλη.[5] Μέχρι το βράδυ και μετά από δύο στάσεις για ανεφοδιασμό καυσίμων, το λεωφορείο έφτασε 12 χιλιόμετρα έξω από την Φλώρινα και σταμάτησε στην περιοχή Παλαίστρα.
Στο μεταξύ, οι Αρχές είχαν αποτρέψει την παρουσία τηλεοπτικών συνεργείων στην ευρύτερη περιοχή του λεωφορείου, φοβούμενοι εκτροχιασμό της κατάστασης ανάλογο με αυτόν της υπόθεσης Πίσλι, με το ΕΣΡ να απευθύνει σχετική προειδοποίηση στους σταθμούς. Παράλληλα, η Επιτροπή Διαχείρισης Κρίσεων (Βάσω Παπανδρέου – Μιχάλης Χρυσοχοΐδης -Άκης Σακελλαρίου – Δημήτρης Ρέππας) άφησε υπαινιγμούς για προβοκάτσια, δίνοντας παράλληλα σαφή οδηγία στην ΕΛ.ΑΣ. να χειριστεί το περιστατικό εντός συνόρων και με γνώμονα τη ζωή των ομήρων.
Την επόμενη ημέρα, μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις που έληξαν γύρω στις 17:15, ο Σούφα δέχθηκε να απελευθερώσει τέσσερις ομήρους με αντάλλαγμα δεκαπέντε εκατομμύρια δραχμές. Οι δύο απελευθερώθηκαν επιτόπου, ενώ οι υπόλοιποι δύο θα απελευθερώνονταν στον δρόμο προς την Κρυσταλλοπηγή.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων (περί τις 18:30), οι αστυνομικοί συνεννοούνται με τον 19χρονο στρατιώτη Νέστωρα Κόκκαλη, στον οποίο περνούν δύο περόνες χειροβομβίδων. 5 λεπτά αργότερα, δίνουν σήμα ότι επίκειται επίθεση των ΕΚΑΜ και στις 18:40, οι επιβάτες Νέστωρ Κόκκαλης και Αναστάσιος Καραγιάννης ορμούν στον δράστη και του κρατάνε τα χέρια, ώστε να μην εκραγούν οι χειροβομβίδες. Οι άνδρες των ΕΚΑΜ επεμβαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα και η επιχείρηση λήγει με μόνο θάνατο αυτό του Αρμπέν Σούφα, από βολή ελεύθερου σκοπευτή.
Μετά το τέλος της πειρατείας, προέκυψε το πραγματικό όνομα του Σούφα, ο οποίος είχε δηλώσει στους αστυνομικούς τα ονόματα Αλεξάντερ Νάνα και Αλεξάντερ Τζέκι, πιθανόν επειδή στο παρελθόν είχε απελαθεί τουλάχιστον μία φορά από την Ελλάδα.[3] Οι Καραγιάννης και Κόκκαλης τιμήθηκαν για την πράξη τους, με τον δεύτερο να λαμβάνει τιμητική θέση πολιτικού υπαλλήλου στην Αστυν. Διεύθυνση Μαγνησίας.
Οι λεωφορειοπειρατείες ήταν οι πρώτες του είδους τους στην Ελλάδα, με την δεύτερη να ακολουθεί σχεδόν μιμητικά το modus operandi της πρώτης, καθώς περιελάμβανε κι αυτή χρήση χειροβομβίδας, ενώ το μέσον ήταν επίσης ΚΤΕΛ. Το γεγονός ότι και οι δύο δράστες υπήρξαν Αλβανοί, δε βελτίωσε το ήδη αρνητικό κλίμα στην κοινή γνώμη έναντι των μεταναστών.
Λεωφορειοπειρατεία στην Τροιζηνία 4 Νοεμβρίου 2000 – Υπόθεση Χρήστου Κεντήρα
Ένα διπλό έγκλημα αναστάτωσε στις 4 Νοεμβρίου 2000 την Τροιζηνία, με πρωταγωνιστή τον 48χρονο φανοποιό Χρήστο Κεντήρα. Οι κάτοικοι της Τακτικούπολης τού είχαν δώσει το παρατσούκλι «παράξενος», εξ αιτίας των ιδιοτροπιών του. Ακόμη και το φαναρτζίδικό του το είχε ονομάσει «Ο Παράξενος», έτσι τον ήξεραν όλοι στο χωριό. Συχνά τσακωνόταν με τη σύζυγό του, γιατί είχε υπόνοιες ότι διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με έναν αγρότη από τον Γαλατά. Ο γιος τους δεν άντεχε αυτή την κατάσταση και είχε φύγει από το σπίτι.
Η μοιραία ημέρα ξημέρωσε πάλι με φωνές από το σπίτι του ζευγαριού. Οι γείτονες δεν έδωσαν σημασία, είχαν συνηθίσει… Ξαφνικά ο Κεντήρας άρπαξε την κυνηγετική καραμπίνα και πήγε στο σπίτι της πεθεράς του, Γεωργίας Σπύρου 77 χρόνων. Την κατηγορούσε ότι όχι μόνο ήξερε για τον παράνομο δεσμό της γυναίκας του με τον 44χρονο αυτοκινητιστή Σταμάτη Τακτικό, αλλά την κάλυπτε και την ενθάρρυνε κιόλας.
Μπήκε στο σπίτι της, την πυροβόλησε τρεις φορές και την έριξε νεκρή. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τον Γαλατά, αποφασισμένος να «καθαρίσει» και με τον Τακτικό. Τον βρήκε στο σπίτι του και τον σκότωσε με το ίδιο τρόπο.
Σε κατάσταση αμόκ μπήκε στο αυτοκίνητό του, ένα λευκό “Alfa Romeo” χωρίς πινακίδες και έφυγε με ταχύτητα προς την Κόρινθο. Στο ύψος της Μονής Αγνούντος έκλεισε το δρόμο σε ένα τουριστικό λεωφορείο που ερχόταν από το αντίθετο ρεύμα, στο οποίο επέβαιναν 33 Ιάπωνες τουρίστες, που πήγαιναν τριήμερη εκδρομή στην Αργολίδα, τους Δελφούς και την Καλαμπάκα.
Πυρπόλησε το αυτοκίνητό του, απείλησε τον οδηγό με την καραμπίνα, επιβιβάστηκε στο λεωφορείο και τον υποχρέωσε να κάνει αναστροφή προς την Αθήνα. «Θέλω να μιλήσω στον Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, για να μάθουν όλοι το πρόβλημά μου», είπε στον 42χρονο οδηγό Γιώργο Τσάκωνα. Την ίδια ώρα ο 35χρονος ξεναγός Αλέξης Αλεξίου προσπαθούσε να ηρεμήσει τους Κινέζους τουρίστες.
Στο κέντρο επιχειρήσεων της Αστυνομίας είχε σημάνει συναγερμός και στα διόδια της Ελευσίνας στήθηκε μπλόκο. Βλέποντας τα περιπολικά, ο απαγωγέας είπε στον οδηγό να κάνει και πάλι επί τόπου στροφή και να γυρίσει προς Κόρινθο. Στο μεταξύ είχε περιλούσει τον διάδρομο του λεωφορείου με πετρέλαιο και απειλούσε να βάλει φωτιά εάν κάτι πήγαινε στραβά.
Τα περιπολικά είχαν αποκόψει το λεωφορείο από την υπόλοιπη κίνηση στην Εθνική οδό και ακολουθούσαν διακριτικά, περιμένοντας οδηγίες. Ωστόσο το… κονβόι μεγάλωνε, καθώς πίσω από τα αυτοκίνητα και τις μοτοσικλέτες της Αστυνομίας ακολουθούσαν πλέον τα κανάλια και οι…περίεργοι! Λίγο πριν από τα διόδια του Ισθμού ο απαγωγέας είδε μια μοτοσικλέτα να πλησιάζει το λεωφορείο και ένιωσε απειλή. Πήγε στο πίσω τζάμι και πυροβόλησε εναντίον του οδηγού, υπαστυνόμου Δημήτρη Γιοβανίδη, ο οποίος τραυματίστηκε ελαφρά.
Το διπλό φονικό και η πειρατεία του λεωφορείου συσχετίστηκαν καθυστερημένα από την Αστυνομία, καθώς είχαν περάσει αρκετές ώρες μέχρι να διαπιστωθεί ότι ο απαγωγέας του λεωφορείου ήταν και ο φονιάς της Τακτικούπολης. Πλέον οι αστυνομικοί ήξεραν με ποιον είχαν να κάνουν.
Στην Εθνική οδό έφτασαν με συμβατικό αυτοκίνητο ο ψυχολόγος και ο διαπραγματευτής της Αστυνομίας, που προσπάθησαν να τον ηρεμήσουν και να κερδίσουν χρόνο, ενώ στο ίδιο αυτοκίνητο επέβαινε και μία από τις αδελφές του Κεντήρα. Όμως εκείνος αρνήθηκε να της μιλήσει. Στην Τροιζηνία έσπευσαν άνδρες της ΕΚΑΜ για το ενδεχόμενο να οδηγούσε εκεί το λεωφορείο.
Ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος μίλησε με τον Χρήστο Κεντήρα και τον συμβούλευσε να γυρίσει στην Κόρινθο για να του δώσει συνέντευξη και «να μάθει όλος ο κόσμος το πρόβλημά του». Έτσι υποχρέωσε τον οδηγό να αλλάξει και πάλι πορεία. Κοντά στα διόδια της Κορίνθου ο δημοσιογράφος επιβιβάστηκε στο λεωφορείο. Έπεισε τον Κεντήρα να το οδηγήσει στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha, στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, όπου θα γινόταν η συνέντευξη.
Ήταν πλέον 7 το απόγευμα, όταν ο εφιάλτης για 35 ανθρώπους πήρε τέλος. Οι Ιάπωνες τουρίστες είδαν τον απαγωγέα να δίνει την καραμπίνα στον οδηγό του λεωφορείου, να κάνει υπόκλιση και να παραδίνεται και ξέσπασαν αυθόρμητα σε χειροκροτήματα! Οι αστυνομικοί κατάσχεσαν την καραμπίνα του Κεντήρα, 18 φυσίγγια και ένα μπιτόνι με μικρή ποσότητα βενζίνης.
Τρεις φορές σε όλη τη διαδρομή τον είχαν στο στόχαστρό τους οι ελεύθεροι σκοπευτές, αλλά δεν ήταν 1000% σίγουροι ότι θα σημάδευαν σωστά και δεν διακινδύνευσαν να τραυματίσουν και κάποιον από τους ομήρους.
Το ίδιο βράδυ ο υπουργός Ανάπτυξης Νίκος Χριστοδουλάκης και ο Ιάπωνας πρέσβης στην Αθήνα επισκέφθηκαν τους Ιάπωνες τουρίστες στο ξενοδοχείο τους. Ο ΕΟΤ αποφάσισε να καλύψει όλα τα έξοδα τους στην Ελλάδα και τους πρότεινε μια δωρεάν κρουαζιέρα στο Αιγαίο ως «αποζημίωση» για την περιπέτεια που έζησαν.
Την επόμενη μέρα ο 48χρονος φανοποιός οδηγήθηκε στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής για δακτυλοσκόπηση και φωτογράφηση στον 7ο όροφο, πριν μεταχθεί στα δικαστήρια της οδού Ευελπίδων. Του έβγαλαν τις χειροπέδες και του πήραν αποτυπώματα. Λίγο πριν τον συνοδεύσουν και για την φωτογράφηση, ακούστηκε να λέει: «Άντε, να τελειώνουμε».
Έσπρωξε τους αστυνομικούς και μπήκε τρέχοντας σε ένα γραφείο που «βλέπει» στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Με το σώμα του βούτηξε πάνω στο τζάμι του παραθύρου, το κομμάτιασε και έφυγε στο κενό. Η τελευταία στάση της ζωής του ήταν μια μικρή ταράτσα έξω από τον τρίτο όροφο…
Λεωφορειοπειρατεία στην Αθήνα 15 Δεκεμβρίου του 2004 – Υπόθεση Λεονάρντ Μουράτι και Έλτον Ρεζούλι
Ήταν 5:50 ξημερώματα της 15ης Δεκεμβρίου του 2004, όταν λεωφορείο του ΚΤΕΛ Αττικής έπεσε στα χέρια λεωφορειοπειρατών… Μετά από θρίλερ που κράτησε 19 ώρες, οι περισσότερες σε απ’ ευθείας σύνδεση με την λεωφόρο Μαραθώνος στο ύψος του Γέρακα, οι δύο 24χρονοι Αλβανοί Λεονάρντ Μουράτι και Έλτον Ρεζούλι προχώρησαν λίγο μετά τα μεσάνυχτα σε μια θεαματική παράδοση, αφού πέταξαν τη βαλίτσα με τον οπλισμό τους από την πόρτα του λεωφορείου, ακολουθώντας με τα χέρια ψηλά τους έξι τελευταίους ομήρους. Η επιχείρηση είχε στεφθεί με επιτυχία και η Αστυνομία απέσπασε τα εύσημα για την επιτυχημένη διαχείριση κρίσης, της πρώτης που αντιμετώπισε στην Αττική μετά τις λεωφορειοπειρατείες του 1999, στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά, δεδομένου ότι Έλληνες αστυνομικοί εκπαιδεύτηκαν ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και εφάρμοσαν στην πράξη, έστω και αναδρομικά, ένα από τα σενάρια που «δούλεψαν» για την ασφάλεια της Αθήνας. Το επιχειρησιακό σχέδιο προέβλεπε τη σταδιακή σωματική εξάντληση των δύο απαγωγέων, που απειλούσαν τους τρομοκρατημένους επιβάτες με καραμπίνες και μια τσάντα που περιείχε κάτι που έμοιαζε με εκρηκτικό μηχανισμό.
Τα «κλειδιά» για την επιτυχή κατάληξη της πειρατείας, που εκδηλώθηκε στις 6 τα χαράματα της 15ης Δεκεμβρίου 2004 στο πρώτο δρομολόγιο Μαραθώνας – Αθήνα με 26 επιβαίνοντες, ήταν η εγκατάλειψη του λεωφορείου από τον οδηγό του, η απουσία ιδεολογικού ερείσματος από τους δράστες και η τύχη που ήταν με το μέρος των αστυνομικών. Το λεωφορείο είχε ακινητοποιηθεί στην εμβέλεια της υπερσύγχρονης κάμερας του συστήματος C4I που μετέφερε εικόνα, ήχο και θερμογραφίες στο κέντρο επιχειρήσεων.
Δύο φίλοι και συμμαθητές σε σχολείο της κεντρικής Αλβανίας, χωρίς «παρελθόν» στη χώρα μας, όπου ζούσαν επτά χρόνια, ήταν οι πρωταγωνιστές. Πίστευαν ότι θα αποσπούσαν ένα εκατομμύριο ευρώ από τις ελληνικές αρχές και θα άνοιγαν φούρνους στην πατρίδα τους, αλλά τελικώς… καρβέλια ονειρεύονταν και κατέληξαν στη φυλακή, με 25 χρόνια κάθειρξης στην «πλάτη»! Όπως είπαν, σχεδίαζαν τη λεωφορειοπειρατεία επί ένα μήνα στο μικρό διαμέρισμα των Σπάτων, όπου συγκατοικούσαν. Κατά περιόδους εργάζονταν στις οικοδομές ως ελαιοχρωματιστές.
Αγόρασαν δύο καραμπίνες, φυσίγγια και ένα κορδονάκι που έμοιαζε με φιτίλι και το άφησαν να προεξέχει από μια τσάντα με τρόφιμα, παριστάνοντας τους αποφασισμένους καμικάζι που θα πυροδοτούσαν τα εκρηκτικά. Δήλωσαν Ρώσοι, ο ένας μάλιστα με το όνομα «Χασάν», «για να μας πάρετε στα σοβαρά και να νομίσετε ότι είμαστε και φανατικοί μουσουλμάνοι», όπως είπαν στους αστυνομικούς!
Ο Μουράτι ζούσε νόμιμα στην Ελλάδα με άδεια εργασίας και διαμονής. Οκτώ μήνες νωρίτερα είχε κατηγορηθεί, χωρίς να συλληφθεί, από το τμήμα συνοριακής φύλαξης Πωγωνίου Ιωαννίνων για συμμετοχή σε κύκλωμα διακίνησης λαθρομεταναστών συμπατριωτών του. «Για ό,τι έγινε φταίω», είπε στην απολογία του στην Ασφάλεια.
«Τους τελευταίους μήνες δεν μας έφταναν τα λεφτά. Συμφωνήσαμε να πάρουμε ένα λεωφορείο με τους επιβάτες και να πάρουμε λεφτά από το κράτος και μετά να πάμε στην Αλβανία. Όλες αυτές τις ώρες αφήναμε τους επιβάτες να φύγουν, άλλους γιατί είχαν πρόβλημα υγείας και άλλους επειδή δεν άντεχαν. Αργά το βράδυ μείναμε με έξι επιβάτες μέσα στο λεωφορείο. Κάποια στιγμή μίλησα με την αδελφή μου στο τηλέφωνο και μου είπε ότι ήταν κοντά στο λεωφορείο και τα είχε μάθει όλα. Όταν είδαμε ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς, αποφασίσαμε να παραδοθούμε και να αφήσουμε και τους υπόλοιπους…».
Ο δεύτερος λεωφορειοπειρατής Έλτον Ρεζούλι βρισκόταν παράνομα στην Ελλάδα. Άνοιξε φούρνο στην πατρίδα του, αλλά χρεοκόπησε και επέστρεψε για να ξαναμαζέψει λεφτά. «Από την πρώτη στιγμή που μπήκαμε στο λεωφορείο και είδαμε τον οδηγό να φεύγει, ξέραμε ότι δεν θα καταφέρναμε να πάρουμε τα λεφτά και να φύγουμε», είπε στην απολογία του. «Είχαμε μετανιώσει, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε πίσω. Όλα έγιναν για τα λεφτά, αλλά ήταν βλακεία μας. Το μόνο που δεν δέχομαι είναι ότι χτυπήσαμε κάποιον από τους αστυνομικούς. Δεν θέλαμε να κάνουμε κακό και δεν κάναμε».
«Στο Πικέρμι μπήκαν δύο άτομα που κρατούσαν μια ταξιδιωτική βαλίτσα», κατέθεσε ο 33χρονος οδηγός Χρυσόστομος Μήτσος. «Επειδή ο εισπράκτορας έκοβε ακόμα εισιτήρια, την πήραν πάνω στο λεωφορείο, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα την έβαζε ο ίδιος πίσω στο πορτ μπαγκάζ. Μόλις ξεκίνησα, άκουσα δύο δυνατούς θορύβους και αρχικά νόμιζα ότι έσκασε το καλοριφέρ. Αμέσως όμως κατάλαβα ότι ήταν πυροβολισμοί και άκουσα ένα άτομο να φωνάζει με σπαστά ελληνικά “καθίστε όλοι κάτω”. Ο κόσμος τρομoκρατήθηκε. Αμέσως άνοιξα όλες τις πόρτες. Από το λεωφορείο πρόλαβε και βγήκε ο εισπράκτορας, ενώ εγώ βγήκα από τη δική μου πόρτα και τράβηξα μαζί μου μια γυναίκα 40 περίπου ετών που είχε έρθει δίπλα μου».
Ακολούθησαν 19 ώρες αγωνίας, με τους δράστες να πυροβολούν από τα παράθυρα, ζητώντας στη συνέχεια ένα εκατομμύριο ευρώ και να πάνε στο αεροδρόμιο για να πετάξουν για τη Ρωσία. Σταδιακά άφησαν ελεύθερους 17 από τους 23 ομήρους, έριξαν και έναν… υπνάκο εναλλάξ και παραδόθηκαν στις αρχές. Η Αστυνομία ανακοίνωσε πως κατά τη διάρκεια της λεωφορειοπειρατείας οι δράστες έριξαν 17 πυροβολισμούς. Είχαν δύο κοντόκανα κυνηγετικά όπλα, 15 φυσίγγια, δύο μάλλινες κουκούλες, γάντια, μια μικρή βαλίτσα και ένα σκοινί μήκους οκτώ μέτρων. Επρόκειτο για τη… «φιτίλα» που απειλούσαν να ανάψουν, μιλώντας σε τηλεοπτικό σταθμό!
Φανερά ικανοποιημένος εμφανίστηκε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Γιώργος Βουλγαράκης. Ευχαρίστησε όλους τους φορείς που συμμετείχαν και συνεργάστηκαν στη διαχείριση «αυτής της δύσκολης και περίπλοκης κατάστασης» και ιδιαίτερα τον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, ο οποίος «παρακολουθούσε τις εξελίξεις, καθόρισε το πλαίσιο της επέμβασης και έθεσε ως προτεραιότητα την ασφαλή απελευθέρωση των ομήρων».
Ο υπουργός αναφέρθηκε στα διεθνή μέσα, τα οποία «αναγνώρισαν ότι η Ελληνική Αστυνομία θεωρείται πλέον από τις αρτιότερα εκπαιδευμένες στον κόσμο» και τόνισε ότι «η εμπειρία των Ολυμπιακών Αγώνων δεν πήγε χαμένη». Ο κύριος Βουλγαράκης έκλεισε τις δηλώσεις του απευθύνοντας αντιρατσιστικό μήνυμα: «Θέλω να τονίσω στους Έλληνες ότι είμαστε μια κοινωνία ανοιχτή και προοδευτική, που δεν κάνει διακρίσεις».