Ελάχιστα στοιχεία υπάρχουν για τα παιδικά του χρόνια, εκτός του ότι γεννιέται το 1905 σε χωριό της Κορινθίας, ενώ στην εφηβεία του βρίσκεται να σπουδάζει ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το ότι λέγεται πως είναι τόσο καλός στη ζωγραφική που στη σχολή του λένε πως δεν χρειάζεται να σπουδάσει, προφανώς είναι υπερβολή, η οποία όμως αναδεικνύει το έμφυτο ταλέντο του. Σε κάθε περίπτωση η σχεδιαστική ικανότητά του προσφέρει τις πρώτες δουλειές, αφού εργάζεται ως σκιτσογράφος και δημοσιογράφος σε εφημερίδες της εποχής, όπως οι «Ακρόπολις», «Πρωία» και άλλες.
Κιθαρίστας
Ομως η μεγάλη του αγάπη δεν είναι η ζωγραφική αλλά η μουσική για χάρη της οποίας μάλιστα δεν ολοκληρώνει ποτέ τη φοίτησή του στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εμφανίζεται στη Μάντρα του Αττίκ και παρά το νεαρό της ηλικίας, είναι εξαιρετικός κιθαρίστας, χρησιμοποιώντας δικές του τεχνικές. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘20 δημιουργεί το οκταμελές συγκρότημα «Τα άσπρα πουλιά», τα μέλη του οποίου, ντυμένα ομοιόμορφα με λευκά ρούχα, εμφανίζονται σε χορούς και εκδηλώσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό, παίζοντας ανάλαφρα τραγούδια με χαβάγιες που βρίσκονται τότε στη μόδα. Ηχογραφούν σχεδόν 120 τραγούδια, ανάμεσα στα οποία είναι τα «Πάμε στη Χονολουλού», «Εν τάξει», «Παραγουάη» κ.λπ.
Το συγκρότημα αποτελεί «φυτώριο» μιας σειράς κορυφαίων μουσικών των επόμενων δεκαετιών, όπως η ερμηνεύτρια και μεταφράστρια Δανάη Στρατηγοπούλου (με την οποία λέγεται ότι διατηρεί σχέση ο Μπέζος), ο Τίτος Καλλίρης (πατέρας του σημερινού τραγουδιστή Θάνου Καλλίρη που είναι ο γιος της αδελφής του Μπέζου), ο Νίκος Γούναρης και ο Μανώλης Χιώτης, που όπως λέει σε συνέντευξη το 1968 στον Τάσο Κουτσοθανάση, κάνει εκεί τα πρώτα μουσικά βήματα: «Το ξεκίνημά μου ήταν από το συγκρότημα του Μπέζου, του συγχωρεμένου του Κώστα, που είχε το συγκρότημα “Τα άσπρα πουλιά”. Αυτό ήταν ένα συγκρότημα που ήταν οι χαβάγιες τότε που λέγανε. Και ήμουν σαν πρώτος κιθαρίστας του Μπέζου. Από εκεί ξεκίνησα. Από του Μπέζου το συγκρότημα».
Αν ο Μπέζος είχε μείνει στα επιθεωρησιακού χαρακτήρα τραγούδια του συγκροτήματος, πιθανότατα δεν θα γράφαμε σήμερα γι’ αυτόν. Εκείνο που τον διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους μουσικούς της εποχής είναι η σχέση που αποκτά με το ρεμπέτικο τραγούδι πριν καν αυτό εμφανιστεί στη χώρα με τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα. Μέσα από τη δημοσιογραφία γνωρίζει τον αδελφό του γελοιογράφου Φωκίωνα Δημητριάδη, Τέτο Δημητριάδη, που εργάζεται στις ΗΠΑ ως υπεύθυνος του ελληνικού ρεπερτορίου της δισκογραφικής εταιρίας RCA Victor και θυγατρικών της, και το 1930-1931 φωνογραφούν μαζί μια δωδεκάδα «αδέσποτων μάγκικων» τραγουδιών, μεταξύ των οποίων είναι τα «Στην υπόγα», «Ησουνα ξυπόλυτη», «Γιάννης χασικλής», «Κάηκε ένα σχολείο», «Παξιμαδοκλέφτρα» κ.λπ.
Οι ιδιαιτερότητες της ηχογράφησης αυτής προβληματίζουν μέχρι σήμερα τους ερευνητές της ιστορίας του ρεμπέτικου. Αρχικά, ο Μπέζος, για ακαθόριστους λόγους, δεν υπογράφει με το όνομά του, αλλά με τα Α. Κωστής και Κ. Κωστής, δημιουργώντας σύγχυση που κρατά δεκαετίες για το ποιος είναι ο Κωστής, αν ταυτίζεται με τον Μπέζο, αν πρόκειται για τον γνωστό ρεμπέτη συνθέτη και πρώτο καλλιτεχνικό διευθυντή της Coloubia Κώστα Σκαρβέλη, ενώ κάποιοι φτάνουν ν’ αμφισβητήσουν ακόμα κι ότι ο Μπέζος είναι πραγματικό πρόσωπο.
Στον μύθο που δημιουργείται συντελεί και το ότι οι δίσκοι αυτοί πωλούνται αποκλειστικά στην Ομογένεια και παραμένουν άγνωστοι για δεκαετίες στην Ελλάδα. Οταν οι δίσκοι φτάνουν μέσω ομογενών στη χώρα, οι περισσότεροι θεωρούν τον Κωστή Ελληνοαμερικανό, αφού μοιάζει αδιανόητο ένας 25χρος αστικής εμφάνισης σαν τον Μπέζο να έχει παραστάσεις και επαφές με τον περιφρονημένο τότε κόσμο του ρεμπέτικου. Εξάλλου, η μουσική διαδρομή του στην ελαφρά μουσική δεν μπορεί να σχετίζεται με τη μάγκικη ερμηνεία των εμβληματικών αυτών τραγουδιών. Το βέβαιο είναι ότι ο άψογος ήχος της ηχογράφησης και ο… δαντελένιος τρόπος που παίζει ρεμπέτικα μόνο με κιθάρα, πριν εμφανιστεί καν το μπουζούκι, κάνει τις ηχογραφήσεις αυτές μοναδικές. Μια ακρόαση του τραγουδιού «Στην υπόγα» αρκεί για την τεκμηρίωση των παραπάνω.
Σε κάθε περίπτωση ο Κώστας Μπέζος αποτελεί μια ιδιαίτερη αινιγματική παρουσία στην καλλιτεχνική ιστορία της χώρας. Πολυπράγμων, δημιουργικός, πεζογράφος, κειμενογράφος επιθεωρήσεων, ηθοποιός (παίζει το 1941 στην ταινία «Μάγια η τσιγγάνα»), χιουμορίστας, γοητευτικός, αλλά πάνω από όλα μποέμ και ταλαντούχος, ζει τη ζωή που θέλει, ίσως γιατί γνωρίζει ότι αυτή είναι σύντομη, αφού φεύγει σε ηλικία μόλις 38 ετών από φυματίωση και κακουχίες.
Κ. Βάρναλης: «Ο τελευταίος της γενεάς των βοημών!»
Δύο ημέρες μετά τον θάνατό του, ο Κώστας Βάρναλης τον αποχαιρετά με κείμενο στην εφημερίδα «Πρωία», όπου εργάζονταν μαζί. Σε αυτό, ο μεγάλος μας ποιητής αποκαλύπτει άγνωστα στοιχεία της προσωπικότητας του Μπέζου ενώ αναφέρει ως αιτία της απώλειάς του ότι «Η μποέμικη αταξία της ζωής του τον έφαγε»…
«Ο Μπέζος ήταν πολύπλευρη καλλιτεχνική φύση. Σκιτσογράφος, ποιητής, συνθέτης, τραγουδιστής, επιθεωρησιογράφος, πεζογράφος. Και σε όλα αυτά είχε λεπτό γούστο και πνεύμα και στα περισσότερα αναγνωρισμένο ταλέντο. Αλλά κυρίως ήταν ένας από τους πιο γνήσιους τύπους της μποέμικης ζωής. Ξενύχτης αδιόρθωτος, γλεντζές, καλόκαρδος, ένα μεγάλο παιδί που δεν ήξερε τι θα πει αύριο. Κι ήταν αγαπητός από όλους και περιζήτητος στις παρέες. Και για το πλήθος των ταλάντων του, και για την ευθυμία του, και για τα γουστόζικα ανέκδοτά του που ήξερε να τα διηγιέται με μοναδικό μπρίο.
Ως κιθαριστής ήτανε μαέστρος και ως τραγουδιστής περίφημος για τη λεπτή του τέχνη και το αληθινό αίσθημα. Πόσες φορές πηγαίναμε να τον δούμε σε διάφορα κέντρα όπου καταντούσε να διασκεδάζει το κοινό. Κάπου κάπου τα μάζευε και έφευγε με μερικούς άλλους συντρόφους για καλλιτεχνική περιοδεία στην Αίγυπτο και την Πόλη. Ξαναγύριζε μετά από καιρό στα παλιά του λημέρια και στις παλιές του συνήθειες, με κέφι και παράδες. Και σε λίγο έτρωγε τους κόπους του και ξαναγινόταν σκιτσογράφος. Αυτή τη δουλειά τη θεωρούσε ρουτινιέρικη. Κι αν μπορούσε, θα πλήρωνε όσα είχε για να την αποφύγει.
Ως γελοιογράφος δεν είχε το ταίρι του. Το χιούμορ του ήταν πάρα πολύ φίνο και η γραμμή του πολύ σίγουρη. Χαριτωμένος, πνευματώδης και ανεξάντλητος. Κι όμως, πόσο βαριότανε τη δουλειά!
Μια ζωή, ένα παραμύθι, ένας τάφος. Τι άδικα που χάθηκε μια εξαιρετική καλλιτεχνική ψυχή, ένας θαυμάσιος άνθρωπος, ο τελευταίος της γενεάς των βοημών!».