Αυτό ισχύει απόλυτα για το Νίκο Ξανθόπουλο που οι ρόλοι του στις μελοδραματικές ταινίες και στην τραγουδιστική του πορεία, δεν αλλοίωσαν αλλά ενίσχυσαν το χαρακτήρα του απλού ανθρώπου που αντιμετώπισε καριέρα και ζωή ως λαϊκός φιλόσοφος.
Για αυτό άλλωστε σήμερα τον αποχαιρετούμε μέσα από τα δικά του λόγια σε συνεντεύξεις που έδωσε τις δεκαετίες 60 και 70 όπου μεσουρανούσε.
Γέννηση: Τα πρώτα δύσκολα χρόνια
Πως έγινα ηθοποιός
Με έκανε η φαντασία και η συνήθεια να ονειρεύομαι. Με μάγευε η ιδέα πως ζώντας τη ζωή τόσων ρόλων, θα έκανα και τη δική μου ζωή πολυκύμαντη, περιπετειώδη, συγκλονιστική. Τα πρώτα χρόνια σε αυτή όμως ήταν πολύ δύσκολα. Στη δουλειά μας οι διακρίσεις είναι συχνές. Πληγώνεσαι καθημερινά. Και πόση φτώχεια. Πόσοι και πόσοι κάναμε τότε τράκα τσιγάρα. Ταλαιπώρησε χρόνια παίζοντας θέατρο, γυρίζοντας ταινίες και περιμένοντας την τύχη. Και να που έρχεται. Ήρθε και για μένα. Δεν ξέρετε πόσο συγκλονιστικό είναι αυτό το συναίσθημα. Αξίζει μια ολόκληρη ζωή για να το νοιώσεις. Να δεις τη ζωή σου ν’ αλλάζει. Να γίνεται έγχρωμη.
Γνωριμία με σύζυγο
Τη σύζυγό μου Έφη τη γνώρισα στη παλιά μου γειτονιά στη πλατεία Βικτωρίας σε ένα μαγαζί που αυτή ξεκουραζόταν και έτρωγε τα μεσημέρια. Το μαγαζί που δούλευε πουλούσε τρακτέρ και γεωργικά μηχανήματα. Η ιστορία τράβηξε καιρό, αφού ήταν δύσκολο να σπάσει ο πάγος και να βρεθεί τελικά η ευκαιρία γνωριμίας. Τελικά έστειλα μια γλάστρα και ένα σημείωμα, που το πήρε το διάβασε και κοντοστάθηκε, οπότε πήρα το θάρρος να την πλησιάσω και να της μιλήσω.
Ο ρόλος της οικογένειας
Λατρεύω την οικογένεια και πιστεύω ότι μόνο μέσα στο σπίτι βρίσκει κανείς την πραγματική γαλήνη. Το δύσκολο είναι να βρεις τον άνθρωπο που θα μοιραστείς τη ζωή σου. Αν πετύχεις αυτό το πρόβλημα λύθηκε. Έχω τέσσερα παιδιά. Το Νικόλα, το Γιώργο, τη Μαρία και τον Παναγή. Τα παιδιά είναι ευτυχία. Όταν επιστρέφω στο σπίτι, όσο κουρασμένος και να είμαι, το ξεχνώ. Μόνο που δεν έχω πολύ χρόνο να μείνω κοντά τους. Να ζήσω κι εγώ λίγο σαν άνθρωπος βρε αδελφέ. Όπως όλος ο κόσμος.
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Πως ασχολήθηκα με το τραγούδι
Είναι πολλοί που με ρωτάνε, κάποτε με διάθεση ειρωνική, πως ασχολήθηκα με το λαϊκό τραγούδι. Απαντώ λέγοντας πως το τραγούδι το αγαπώ. Μεγάλωσε σε συνοικία που αγόρια και κορίτσια τραγουδούσαν κάθε βράδυ όταν η δουλειά τελείωνε. Κι εγώ αγάπησα το τραγούδι, έμαθα να τραγουδάω μαζί τους, τους καημούς και τη χαρά, την πίκρα και τη λύπη. Έπειτα ήταν και ο θείος. Άνδρακλας ψηλός με μια φωνή αδρή και τρυφερή. Τον άκουγα να τραγουδά για το δικό του κέφι, όταν ερχόταν σπίτι, τραγούδια μακρόσυρτα, τρυφερά, βγαλμένα από τη ψυχή του λαού. Τι άλλο χρειαζόταν για να αγαπήσω το τραγούδι.
“Παιδί του λαού”
Γιατί να με ενοχλεί που με λένε “παιδί του λαού”; Ξέρω πως το λένε ειρωνικά. Δεν ξέρω ποιος και πότε το πρωτοείπε. Όμως όλοι παιδιά του λαού είμαστε. Το έθνος αποτελούν απόγονοι τσοπαναραίων, γεωργών, βαρκάρηδων. Και οι σημερινοί αριστοκράτες είναι απόγονοι αγωνιστών του 1821.
Πως αντιμετωπίζω τη ζωή
Με αυτά που έμαθα από τη μάνα μου, που διδάχτηκα στη γειτονιά μου. Απλά και ήρεμα. Χωρίς μαχητική διάθεση. Έτσι που έγινε η ζωή, έτσι που έγιναν οι άνθρωποι δεν τους καταλαβαίνω. Και δεν θέλω να γίνω ίδιος. Να γίνω πιο άγριος για να τους παλέψω. Προσπαθώ να είμαι ευτυχισμένος μέσα από τα δικά μου σύμβολα, τη δική μου μυθολογία. Την ευτυχία δε τη βρίσκεις εύκολα στη ζωή. Τη βρίσκεις όμως σε κάτι που αγαπάς. Για μένα είναι το διάβασμα. Ασχολούμαι με τα βιβλία, τις μελέτες μου. Ζω ήρεμα και πολύ όμορφα.
Θάνατος
Αν φοβάμαι το θάνατο ; Θα σας απαντήσω με μια ιστορία. Πέρσι το Μάη, σε ένα αεροπλάνο που κόντευε να σκορπίσει στον αέρα, πάνω από τη Σιγκαπούρη, νόμισα ότι έφτασε το τέλος μου. Είμαστε μια παρέα από λαϊκούς οργανοπαίχτες. Ταξιδεύαμε για την Αυστραλία. Να μη κουνηθώ από τη θέση μου αν λέω ψέμματα. Εκείνη τη στιγμή δε με ένοιαζε αν πέθαινα. Μυστήριο θα πείτε άλλα έτσι ένοιωσα. “Δεν θέλω τίποτα άλλο” είπα. Αξιώθηκα να δω τη πιο μεγάλη χαρά. Να μπω στις καρδιές του κόσμου. Να κυκλοφορώ στις φλέβες του, να τον εκφράζω, να γίνω παρηγοριά και σύμβολό του. Η μόνη ζεστασιά που ένοιωσα στη ζωή μου, ήταν η αγάπη που μου έδειξαν οι απλοί άνθρωποι.
Κάποιος είπε πως ο καλλιτέχνης είναι σαν το μπαλόνι. Μεγαλώνει, μεγαλώνει και κάποτε σκάει και δεν μένει τίποτα. Το σκεφτόμουν ξημερώματα γυρνώντας από το κέντρο που όπου τραγουδούσα. Ίσως και η επιτυχία δεν έχει καμιά σημασία. Περνά η ζωή, όλα περνάνε. Αρχίζουν να γίνονται γκρίζα τα μαλλιά και κάποτε ανακαλύπτουμε πως όλα ήταν μια μπλόφα. Μας έδωσαν την επιτυχία και μας πήραν την ησυχία. Δεν έχουμε ιδιωτική ζωή. Κι είμαστε μόνοι. Βλέπουμε τα φανάρια της πλατείας. Αυτά θα υπάρχουν αύριο, ενώ εμείς θα είμαστε μακριά, θα έχουμε φύγει.
Νίκος Ξανθόπουλος: Τι έγραφε στα social media
Ο αγαπημένος ηθοποιός και τραγουδιστής, διηγούνταν μέσα από τα social media στιγμές της ζωής του που τον είχαν στιγματίσει ή περιστατικά που είχαν «φωλιάσει» σαν ανεξίτηλες μνήμες στην ψυχή του.
H τελευταία του ανάρτηση ήταν άκρως συγκινητική. Μόλις μία μέρα μετά την ονομαστική του εορτή και λίγο πριν μπει στο νοσοκομείο με σοβαρές επιπλοκές στην υγεία του, ο ίδιος είχε ανεβάσει μία φωτογραφία του από όταν ήταν παιδί και έγραψε:
«Σας ευχαριστώ για τις ευχές σας.. Μη με κοιτάτε παράξενα, εγώ είμαι, ο φίλος σας. Ογδόντα χρόνια πριν… Η γιαγιά μου, μού είχε πει να ‘μαι ευγενής και ν’ απαντάω στις ευχές των φίλων. Αν το επιχειρήσω θα περάσουν άλλα ογδόντα χρόνια μέχρι να τελειώσω.. Όταν ζούσε η γιαγιά δεν υπήρχε το Facebook και δεν μπορούσε να φανταστεί τί γίνεται… Σας ευχαριστώ λοιπόν για τα τρυφερά σας λόγια, τα φιλικά, τα στοργικά, τα συντροφικά, τα ειλικρινή. Με γνωρίζετε και σας γνωρίζω χρόνια.. Νάστε καλά με τους ανθρώπους σας, τις οικογένειές σας, χωρίς απώλειες στη δύσκολη εποχή που ζούμε. Κι εύχομαι να περάσουμε αυτόν το βάλτο, να βγούμε απέναντι, προδομένοι, αλλά τουλάχιστον ζωντανοί…».
Νίκος Ξανθόπουλος: Οι άλλες αναρτήσεις του
«ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ όπως γύριζα την Αμερική, την Ευρώπη, την Αυστραλία, τύχαινε να συναντήσω στ’ αεροδρόμια ανθρώπους άυπνους, με κόκκινα μάτια, αξύριστους, που περίμεναν να πάρουν την πτήση για την πατρίδα. Καταλάβαινα. Γνωστή ιστορία, κάποιος δικός τους πεθαίνει, η μάνα, ο πατέρας, και φεύγουν βιαστικά, πολλές φορές αλλάζοντας δυο-τρία αεροπλάνα μέχρι να πάρουν το τελευταίο για την Ελλάδα… Σκηνικό που το ‘βλεπα συχνά στα ταξίδια μου. Δεν φανταζόμουνα ότι θα μου τύχαινε και μένα. Δούλευα στο Μόντρεαλ, όταν με πήρε στο τηλέφωνο η Εριφύλη. Έλα, ο πατέρας σου πεθαίνει. Ο πατέρας μου μέχρι τα ογδόντα του έπαιζε μπάλα με τα παιδιά μου, δεν μπορούσα να τον φανταστώ άρρωστο, και μάλιστα στα τελευταία του. Ρώτησα αν μπορώ να βγάλω το Σαββατοκύριακο. Μου είπανε προλαβαίνεις δεν προλαβαίνεις. Ξεκίνησα τη Δευτέρα κι όλο στο μυαλό μου στριφογύριζε το ποίημα του Διονυσίου Σολωμού.. Του πατέρα σου όταν έρθεις δε θα δεις παρά τον τάφο είμαι μπρος του και σου γράφω μέρα πρώτη του Μαγιού.. Πρόλαβα ευτυχώς. Αξύριστος και άυπνος κι εγώ όπως εκείνοι, οι μετανάστες που συναντούσα στα διάφορα αεροδρόμια του κόσμου…»
«Όταν έκλεισα τη δουλειά να πάω στη Μελβούρνη κι ετοιμαζόμουνα, μου λέει η γυναίκα μου, ” Πρέπει να μιλήσεις στον Γιώργο να τον προετοιμάσεις, μην του ‘ρθει ξαφνικά ” Ο γιος μου ο Γιώργος μού είχε μεγάλη αδυναμία. Όταν πηγαίναμε κάπου ήθελε δίπλα στον μπαμπά, με το αυτοκίνητο του μπαμπά, δίπλα στην καρέκλα του μπαμπά, κολλητός μου.. Τον παίρνω λοιπόν με το αυτοκίνητο και πάμε βόλτα στην Πεντέλη, να τον προετοιμάσω για το ταξίδι.. “Κοίτα, Γιώργο μου, εγώ πρέπει να πάω ένα ταξίδι. Θα πάω και θα γυρίσω. Εσύ λες ότι το αυτοκίνητό μου γέρασε. Πρέπει να τ’ αλλάξουμε, θα πάρουμε ένα βάτραχο της Σιτροέν που σ’ αρέσει. Κι η μαμά θέλει ν’ αλλάξουμε τα έπιπλα, πρέπει να πάω, καταλαβαίνεις;” – Ναι, μπαμπά. ” Εσύ θα μείνεις στο πόδι μου, να προσέχεις τις γυναίκες μη γίνει τίποτα. Εσύ θα ‘σαι αρχηγός στο σπίτι, κατάλαβες, Γιώργο μου;” – Ναι, μπαμπά .. Το βράδυ ετοιμάζανε οι γυναίκες τα πράγματά μου, τις βαλίτσες, ο Γιώργος με τις πιτζάμες παρακολουθούσε αναψοκοκκινισμένος, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Τον βάλανε να κοιμηθεί.. Μετά από λίγο η γυναίκα μου πάει στο δωμάτιο των αγοριών να τα σκεπάσει. Ο Γιώργος δεν είχε αποκοιμηθεί..” Μαμά, να με ξυπνήσεις το πρωί, να πάω κι εγώ με τον μπαμπά στην Αυστραλία… Θα του σιδερώνω τα πουκάμισα”… Δίπλα στο κρεβατάκι του ήταν το καλαθάκι που έπαιρνε στο νηπιαγωγείο, τ’ άνοιξε η Εριφύλη, είχε βάλει δυο βρακάκια και δυο αυτοκινητάκια, έτοιμος για το ταξίδι… Τον φίλησε η μάνα του και ήρθε στο δωμάτιο βουρκωμένη».
«ΗΜΟΥΝΑ ΞΑΝΑ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ. Κι αυτή τη φορά είχε περάσει καιρός, κάπου τέσσερις μήνες. Είναι βάσανο να ζεις μακριά από τους ανθρώπους σου, όλο ο νους σου είναι στην πατρίδα. Η Εριφύλη μόνη να τα βγάλει πέρα και μάνα και πατέρας… Μια μέρα την καλέσανε από το σχολείο, η δασκάλα του παιδιού. – Συγγνώμη, κυρία Ξανθοπούλου, θα σας κάνω μια αδιάκριτη ερώτηση. –Παρακαλώ. -Έχετε χωρίσει από τον άντρα σας; – Όχι, γιατί ; – Το παιδί έχει πρόβλημα με τον πατέρα του – Τι πρόβλημα ; – Έχει ψυχολογικό πρόβλημα. Να, κοιτάξτε, οι ζωγραφιές που ζωγραφίζει είναι μουντές, σκούρες, δεν έχει μια χαρά, ένα χρώμα, έναν ήλιο. Ο ήλιος στις παιδικές ζωγραφιές είναι ο πατέρας, του λείπει ο πατέρας του, γι’ αυτό ρωτάω.. Η γυναίκα μου στενοχωρήθηκε, της ήρθε να κλάψει. – Λείπει ο άντρας μου στην Αμερική, δουλεύει εκεί αρκετό καιρό… Όταν της τηλεφώνησα, μετά από κάνα δυο μέρες, ακούω τον μικρό που ‘χε αρπάξει το τηλέφωνο… – Μπαμπά, πότε θα γυρίσεις; Θα γυρίσεις, ε; Δε θα μάς αφήσεις, μπαμπά; Τα μάζεψα και γύρισα άρον άρον…»
«Θέλω να σας πω μια μικρή ιστορία. Τραγουδούσα στο Σικάγο στο ΟLympic Flame , πάνε χρόνια . Είχα παρατηρήσει ένα μοναχικό τύπο που ερχόταν συχνά τα βράδια , πάντα μόνος , καθότανε στο σκαμπό του μπαρ κι έπινε το ποτό του σιωπηλός. Συχνά τα βράδια είπα ; μπορεί και να μην έλειψε κανένα βράδι. Μού ‘κανε εντύπωση. Μια φορά που βρέθηκα στο μπαρ δίπλα του είπε να με κεράσει.. Πάντα μόνος; του λέω .. Ναι, σχόλασα κι είπα να πιώ κάνα δυο να χαλαρώσω, να πάω για ύπνο… Από που είσαι;… Αρκαδία… Από πού; Ένα χωριό δεν το ‘χεις ακουστά, την Καντήλα… Σε ποιο εστιατόριο δουλεύεις; .. Είμαι κουρέας… πάω να φύγω και με πιάνει απ’ το μανίκι… Θα μου κάνεις μια χάρη;… Αμέ… Λες τραγούδια όλο γι’ αυτούς που γλεντάνε, θα πεις ένα για μένα, ένα παραπονιάρικο; Τον κοίταξα, τον είχε ρημάξει η μοναξιά. Ό,τι θέλεις… Ένα παραπονιάρικο θέλω, για τη μάνα.. Βγήκα στο πάλκο κι άρχισα τα ΧΕΛΙΔΟΝΑΚΙΑ.. Τον παρατηρούσα από μακριά, μόνο που δεν έκλαιγε. Ξαφνικά πετάει το ποτήρι που κρατούσε και το κάνει κομμάτια. Τον βγάλανε έξω σηκωτό, δεν τον πρόλαβα… Από τότε αυτό το τραγούδι με πειράζει…»
«Μια φορά στην πολιτεία της Αλμπέρτα του Κάναδα, όπου παίξαμε στο Κάλγκαρι και στο Έντμοντον, σταματήσαμε σ ένα ινδιάνικο χωριό, το Μπέμφ, να δούμε τη ζωή των ανθρώπων. Το χωριό ινδιάνικο, δήμαρχος ένας Έλληνας από την Κόρινθο. Μάς ξενάγησε, μας πήγε και σε κάτι ιαματικά λουτρά που ήταν το καμάρι της περιοχής. Εκεί συναντήσαμε κι έναν Αμερικανό ηθοποιό που έπαιζε σε καουμπόϊκες ταινίες, έναν με χοντρά χείλια, τον Λή Μάρβιν, είχε έρθει για τα Λουτρά. Μας συστήσανε . Του λέει ο δήμαρχος… Αυτός είναι ένας Έλληνας ηθοποιός που παίζει στο σινεμά .. Αλήθεια, λέει ο άλλος ευγενικός και καταδεχτικός . Κι όταν του λένε ότι έχω γυρίσει πενήντα ταινίες, με κοίταξε από πάνω ως κάτω. Μωρέ μπράβο μου λέει , εσύ είσαι Τζον Γουέην . Η Ελλάδα είναι μικρή χώρα του λέω, σμόλ κάντρι, σμόλ Τζόν Γουέην.. Και βάλαμε τα γέλια…»
Ποιος ήταν ο Νίκος Ξανθόπουλος
Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννήθηκε στην Νέα Ιωνία της Αθήνας στις 14 Μαρτίου του 1934. Παιδί Ποντίων προσφύγων μεγάλωσε φτωχικά μαζί με τη μητέρα του. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης, ψαράς και αντιστασιακός, ανάμεσα σε όλα τ’ άλλα. Η μητέρα του τον μεγάλωσε μόνη της καθώς ο πατέρας του απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Κατά τα εφηβικά του χρόνια υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ. Πέραν του αθλητισμού, λάτρευε το διάβασμα. Μεγαλώνοντας αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο παρότι αρχικά τον γοήτευε η ιδέα να γίνει φιλόλογος. Ίνδαλμά του τότε υπήρξε ο Μάνος Κατράκης.
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Ηθοποιός της σκηνής από το 1957 έως το 1963, αφοσιώθηκε τελικά στον κινηματογράφο. Το 1970 ίδρυσε δικό του θίασο και περιόδευσε στην Ελλάδα.
Η τελευταία του κινηματογραφική παρουσία, μετά από απουσία 24 ετών, έρχεται το 1995 στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου Με τον Ορφέα τον Αύγουστο.
Στα τέλη του 2005 εκδίδει σε βιβλίο την αυτοβιογραφία του “Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα” και διοργανώνει εμφανίσεις σε διάφορα μέρη ανά την Ελλάδα για την προώθηση του έργου του. Η ιδέα για το βιβλίο δημιουργήθηκε μετά από συνέντευξή του στο περιοδικό Εικόνες.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος παντρεύτηκε δύο φορές και έχει τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια.
Το θέατρο και ο κινηματογράφος
Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στο θέατρο έγινε με τον θίασο Κατερίνας στην κομεντί Βιργινία. Συνέχισε στο ελεύθερο θέατρο με διάφορους ρόλους: Η κυρία δε με μέλει, Λα μάμα, Ηλέκτρα (θίασος Ροντήρη, όπου έπαιξε τον ρόλο του Ορέστη), Είσοδος υπηρεσίας, Σκάνδαλα στην εξοχή και το Τραγούδι του νεκρού αδερφού (θίασος Κατράκη). Συμμετείχε σε 24 θεατρικές παραγωγές και έπαιξε όλα τα είδη του θεάτρου.
Η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο έγινε το 1958 στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού Το εισπρακτοράκι, στο πλευρό του Βασίλη Αυλωνίτη και του Νίκου Ρίζου.
Ως κινηματογραφικός πρωταγωνιστής καθιερώθηκε από τον σκηνοθέτη-παραγωγό Απόστολο Τεγόπουλο (Κλακ Φιλμ), με τον οποίο είχε αποκλειστική συνεργασία από το 1964 μέχρι το 1971, σε μουσικές δραματικές ταινίες.
Εκκίνηση στις ταινίες της νεοσύστατης Κλακ Φιλμ έκανε το 1963 στην ταινία Πληγωμένες καρδιές, στον ρόλο του κακού κουνιάδου. Η αρχή της τυποποίησης των ρόλων του Ξανθόπουλου έγινε έναν χρόνο αργότερα στην ταινία Αγάπησα και πόνεσα, όπου παρουσιάζονται όλα τα στοιχεία που καθιέρωσαν τον Ξανθόπουλο στη συνείδηση του κόσμου σαν παιδί του λαού.
Η τηλεόραση και η εποχή των βιντεοκασετών
Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε το 1973 στη σειρά Αγρίμια.
Οκτώ χρόνια μετά τα Αγρίμια, το 1981, παίζει στο σίριαλ του Ερρίκου Θαλασσινού Το ημερολόγιο ενός θυρωρού. Υποδύεται τον καπετάνιο που θέλει να μπαρκάρει και δεν μπορεί να βρει κάπου να αφήσει τον γιο του. Ο ρόλος ήταν αφορμή να ξαναρχίσει το κάπνισμα.
Το 1994 έπαιξε στην τηλεοπτική δραματική σειρά Στην κόψη του ξυραφιού.
Το 1989 συνεργάζεται με τον Απόστολο Τεγόπουλο και τον Πάνο Κοντέλλη στο Μινόρε μιας καρδιάς που κυκλοφόρησε σε 3 κασέτες και κατόπιν παίχτηκε στην ΕΡΤ σε 16 επεισόδια. Κατόπιν προέκυψε το Η αγάπη που δε γνώρισε σύνορα της οποίας τα γυρίσματα έγιναν στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και το Παρίσι. Κυκλοφόρησε σε δύο κασέτες. Αργότερα προβλήθηκε σε 8 επεισόδια στο MEGA.
Ακολούθησαν άλλες δύο βιντεοπαραγωγές, Η καρδιά του πατέρα και Έρωτας στο περιθώριο, που παίχτηκε και στην τηλεόραση στο κανάλι ΑΝΤ1, το 1992.
Το τραγούδι στη ζωή του
Για τις ανάγκες των ταινιών έγινε τραγουδιστής υπό την καθοδήγηση του Απόστολου Καλδάρα και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
Μετά το 1971 σταμάτησε τις εμφανίσεις του στον κινηματογράφο και μεταπήδησε σε νέα καριέρα στο λαϊκό τραγούδι. Συνολικά έχει κυκλοφορήσει 9 άλμπουμ και 55 σινγκλ. Η δισκογραφία του περιλαμβάνει γύρω στα 300 τραγούδια. Τα τραγούδια του υπογράφουν μεταξύ άλλων οι Άκης Πάνου, Χρήστος Νικολόπουλος, Σταύρος Ξαρχάκος και άλλοι.
Στην μακρά αποχή του από κινηματογράφο και τηλεόραση είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί και περιοδεύσει σε ΗΠΑ, Αυστραλία και σχεδόν όλη την Ευρώπη, γνωρίζοντας πάντα την αποδοχή και την αποθέωση από την ελληνική ομογένεια.
Ειδήσεις σήμερα
Κυριάκος Μητσοτάκης: Απολογισμός, σχέδιο δεύτερης τετραετίας και… εκπλήξεις
Συντάξεις: Δώρο Πάσχα 250 – 300 ευρώ για τους συνταξιούχους
Γυναικοκτονία στην Νίκαια: «Ελάτε σπίτι, σκότωσα τη γυναίκα μου» – Το παρελθόν του δράστη