Παρότι το Μικρό Χωριό Ευρυτανίας ήταν πάντα ένας σχετικά μικρός οικισμός, έχει σημαντική διαδρομή στη νεότερη ιστορία του τόπου. Από τη συμμετοχή των κατοίκων του στην Επανάσταση του 1821, αλλά και σε όλους τους εθνικούς αγώνες, στην τελευταία μάχη και τον εκεί θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη, στην εκτέλεση χωριανών και την πυρπόληση 208 εκ των 258 σπιτιών του από Γερμανοϊταλούς στην Κατοχή, στο παράνομο τυπογραφείο της Εθνικής Αντίστασης, που βρίσκεται εκεί, μέχρι και τον Εμφύλιο, που βρίσκεται στο επίκεντρο του αδελφοκτόνου πολέμου. Παρά τις δυσκολίες, το ειδυλλιακό χωριό, καθώς και οι κάτοικοί του, αντέχει, και μάλιστα τη δεκαετία που ’50 ανασυγκροτείται και μετατρέπεται σε αγαπημένο χειμερινό προορισμό, φτάνοντας να χαρακτηριστεί ως «Μικρή Ελβετία».
Ολα αυτά μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου του 1963, που η φύση έχει άλλα σχέδια. Είναι Κυριακή, όταν το Μικρό Χωριό, που είναι χτισμένο σε υψόμετρο 800 μέτρων στην πλαγιά του όρους Χελιδόνα, πλήττεται από σφοδρή κακοκαιρία με συνδυασμό ανεμοθύελλας, καταρρακτώδους βροχής και χαλαζιού. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλά οι κάτοικοι είναι ανήσυχοι, γιατί ήδη από το προηγούμενο βράδυ ακούν περίεργους υπόκωφους ήχους. Στις 8.20 το πρωί, όταν οι χωριανοί βρίσκονται στον κυριακάτικο εκκλησιασμό, ακούγεται ένας τρομερός ορυμαγδός συνοδευόμενος από βουητό. Οσοι τολμούν να βγουν από τα σπίτια τους βλέπουν έντρομοι το βουνό, που βρίσκεται πάνω από τα κεφάλια τους, να διαλύεται, τεράστιους βράχους να αποκολλώνται από αυτό και μαζί με τόνους χωμάτων να κατευθύνονται στο χωριό.
Μέσα σε ελάχιστη ώρα το μεγαλύτερο μέρος του χωριού πέφτει σε τεράστια χαίνοντα ρήγματα ή καταπλακώνεται κάτω από 250 χιλιάδες τόνους χωμάτων και βράχων, παίρνοντας μαζί του 13 κατοίκους, πάνω από τα μισά σπίτια του οικισμού, ενώ τα υπόλοιπα έχουν μεγάλες ζημιές, ενώ σημαντική είναι και η οικολογική καταστροφή, αφού χάνονται μεμιάς πάνω από 30.000 έλατα. Τα συντρίμμια σκεπάζονται από μια εφιαλτική κόκκινη ομίχλη από σκόνη και κοκκινόχωμα. Το φρικιαστικό τοπίο ολοκληρώνεται με σκόρπιους ήχους από σπαρακτικές ανθρώπινες φωνές και μουγκρητά τραυματισμένων ζώων. Η τραγωδία θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη αν την ώρα της κατολίσθησης οι περισσότεροι κάτοικοι δεν βρίσκονταν στην εκκλησία για την κυριακάτικη Λειτουργία, μαζί με 40 παιδιά, που τα διασώζει εκεί την τελευταία στιγμή ο δάσκαλος. Το όνομα της εκκλησίας; Αγιος Σώστης…
Γιατί φτιάχνουμε κουραμπιέδες τα Χριστούγεννα - Πόσα γνωρίζετε για την ιστορία τους
Η ελληνική Πομπηία
Η προσέγγιση στην πληγείσα περιοχή είναι αδύνατη, αφού οι τόνοι χωμάτων και οι συνεχείς καταρρακτώδεις βροχοπτώσεις την καθιστούν απροσπέλαστη, ενώ οι κατολισθήσεις συνεχίζονται με μικρότερη ένταση. Πρώτοι επιχειρούν να φτάσουν στον χώρο της τραγωδίας μέλη του Ελληνικού Ορειβατικού Ομίλου, που κάνουν εκεί την εκδρομή τους. Οι μαρτυρίες τους είναι ανατριχιαστικές: «Στην αρχή νομίσαμε ότι είχαμε κάνει λάθος τον δρόμο. Εκεί όπου περιμέναμε να δούμε το Μικρό Χωριό, βρεθήκαμε ξαφνικά μπροστά σε ένα εφιαλτικό τοπίο: Το βουνό έπεφτε, το δάσος γλιστρούσε, έφευγε σαν ψεύτικο, τα σπίτια σκόρπαγαν. Χρειάστηκαν αρκετά λεπτά για να καταλάβουμε τι γινόταν εκεί, μπροστά μας, πίσω από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου, που χτυπούσε η μπόρα με μανία. Το βουνό έθαβε το Μικρό Χωριό. Απίθανοι όγκοι χωμάτων κυλούσαν ασυγκράτητοι και παρέσυραν στη χαράδρα ανθρώπους και ζώα. Εμοιαζε με κινηματογραφική σκηνή και όμως ήταν αληθινή φρικτή κόλαση».
Το ίδιο παραστατικές είναι οι αναφορές όσων τυχερών διασώζονται: «Ημασταν στην εκκλησία όταν ακούσαμε ένα φοβερό βουητό. Οταν βγήκαμε έξω, αντικρίσαμε ένα φοβερό θέαμα που μόνο στους κινηματογράφους βλέπουμε. Είδα το σπίτι να φέρνει δύο βόλτες στον αέρα και μετά να κυλά με τα άλλα σπίτια της γειτονιάς προς το ρέμα. Η γυναίκα του ψάλτη τον τράβηξε διά της βίας από το χέρι για να πάνε να διασώσουν ό,τι μπορούσαν από το σπίτι τους. Δεν ξαναφάνηκαν».
Η υποχθόνια τρομακτική βουή, που συνεχίζεται για ημέρες στην περιοχή, καθώς και οι σαφείς προειδοποιήσεις της φύσης αλλά και γεωλόγων-μηχανικών, που φτάνουν στην περιοχή, κάνουν ξεκάθαρο ότι το Μικρό Χωρίο, όπως τουλάχιστον το γνωρίζαμε, δεν μπορεί να πια να υπάρχει. Το Τεχνικό Γραφείο Δοξιάδη αναλαμβάνει αφιλοκερδώς τη μελέτη για την επιλογή της κατάλληλης τοποθεσίας και τον σχεδιασμό του νέου οικισμού σε κοντινή απόσταση. Παράλληλα το Ινστιτούτο Γεωλογίας επιλέγει το νέο, ασφαλές, μέρος και τον Φεβρουάριο του 1964 ξεκινούν οι εργασίες του Βασιλικού Εθνικού Ιδρύματος, που ολοκληρώνονται τέσσερα χρόνια μετά.