Γεννιέται στα Τρίκαλα το 1915, όπου παίζει τις πρώτες του νότες με μια μάντολα, μοναδική πατρική κληρονομιά. Τη δεκαετία του 1940 η Κατοχή και ο Εμφύλιος αποτελούν τη δυσκολότερη και δημιουργικότερη περίοδο του νεαρού συνθέτη, που τότε γράφει τα σημαντικότερα πολιτικά του τραγούδια. Πάνω από το 30% των τότε δημιουργιών του ασχολούνται (σχεδόν πάντα συγκεκαλυμμένα για τον φόβο της λογοκρισίας) με πολιτικά και κοινωνικά θέματα.
Στη διάρκεια της Κατοχής δεν φαίνεται να έχει καμία άμεση πολιτική δραστηριότητα. Εκτός των συνθέσεων που μιλούν έμμεσα για τα σκληρά εκείνα χρόνια, υπάρχουν και κάποια κρυφά που παρουσιάζονται μόνο σε στενό κύκλο και δεν γραμμοφωνούνται ποτέ, με αποτέλεσμα στην πορεία να λησμονείται η μουσική τους. Παρότι δύο από αυτά αναφέρονται στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ο ίδιος, σε συνομιλία με τον βιογράφο, ερευνητή και φίλο του Κώστα Χατζηδουλή, αρνείται οποιαδήποτε κομματική ένταξη λέγοντας πως οι δημιουργίες του ήταν περισσότερο συνθέσεις συμπαράστασης στο αντιστασιακό κίνημα, αλλά όχι ένταξης σε αυτό: Ακουσέ με, μήπως δεν έγραψα στο τραγούδι μου, στο χασάπικο της Κατοχής, για το ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ την ΕΠΟΝ και όλα αυτά; Τα είπαμε πριν χρόνια και τα δημοσίευσες. Και επειδή λοιπόν έγραψα αυτό το τραγούδι σημαίνει ότι ήμουν στο ΕΑΜ ή σε οποιοδήποτε κόμμα; Αυτά είναι φοβερά πράγματα! Εγώ έπρεπε να συμπαρασταθώ στους αντάρτες που πολεμούσαν στα βουνά τους κατακτητές και αυτό έκανα. Δεν είχα άλλο σκοπό. Γνώριζα πάρα πολλούς οργανωμένους αριστερούς, αλλά και ΕΔΕΣίτες τότε στη Θεσσαλονίκη. Ε, και έρχονταν οι αριστεροί και έλεγαν γράψε κάτι και για μας Τσιτσάνη κι όλα αυτά. Κι έγραψα δύο, όπως έχω ξαναπεί, την τελευταία χρονιά, δηλαδή το ‘44, πριν φύγουν οι Γερμανοί, τα οποία τραγουδούσαμε σε στενό κύκλο. Ανεξαρτήτως πολιτικών θέσεων, που σίγουρα είχε ο μεγάλος δάσκαλος, ο ίδιος στην πράξη ακολουθεί τη συμβουλή του κουμπάρου του (τον είχε παντρέψει τον Ιούλιο του 1942 με τη Ζωή Σαμαρά) Νίκου Μουσχουντή, τότε διαβόητου αστυνομικού διευθυντή Θεσσαλονίκης, να μείνει μακριά από κόμματα και αντίστοιχες δηλώσεις.
Της Κατοχής είναι και το τραγούδι Αιώνες περάσαν, εποχή την οποία ο Τσιτσάνης ταυτίζει με τη δικτατορία Μεταξά: Κρυμμένο στην καρδιά μου 35 χρόνια, το παίζαμε στη Θεσσαλονίκη με δέκα μαντολίνα. Είναι χορωδιακό τραγούδι και το τραγουδούσαμε κρυφά στα σπίτια τα απογεύματα, κάτω από την ελπίδα της λευτεριάς. Αξίζει να σημειωθεί πως το τραγούδι αυτό, σε ρυθμό επαναστατικού εμβατηρίου, για το οποίο ο Τσιτσάνης είπε ότι το έγραψε για την Ελλάδα και τον λαό της και όχι για οργανώσεις, ηχογραφήθηκε μόλις πριν μερικά χρόνια:
Αιώνες πέρασαν με νεκρικά σκοτάδια / φτάνει, σταθείτε, δειλοί / ο λαός να χαρεί την αυγούλα τη χρυσή / π’ ανατέλλει σ’ όλους λεύτερη ζωή
Σκλάβοι, δεσμώτες, αδέλφια / σκελετωμένα κορμιά / ζωή καινούργια, τραγούδια, χαρά / δώσατε, σεις, λευτεριά
Πέρασαν, έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας / στραγγαλισταί του λαού / καταφρόνια και σκλαβιά, μαστιγώματα, κελιά / ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά
Σίδερα, σπάστε κι αφήστε / το αίμα να ξεχυθεί / λεύτερα τώρα ας τρέχει στη γη
κι όλους ας μας οδηγεί.
Ομως, περισσότερο από την Κατοχή, τον Βασίλη Τσιτσάνη σημαδεύει ο εμφύλιος σπαραγμός τον οποίο περιγράφει ως εποχή της πιο φριχτής της ιστορίας μας, και εύχομαι να μη γνωρίσουν τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, τα δισέγγονα, τα τρισέγγονα αυτή τη φρίκη του αδελφοκτόνου πολέμου. Τότε γράφει τα Για μια κόρη ξελογιάστρα, λέγοντας ότι εννοεί την πατρίδα, Κάνε λιγάκι υπομονή, Η κοινωνία βαριά στενάζει, Συννεφιασμένη Κυριακή και το Κάποια μάνα αναστενάζει, για την ανταπόκριση του οποίου δηλώνει: Η σειρά, η ουρά των μανάδων από την οδό Λυκούργου όπου ήταν το πρατήριο της Κολούμπια έφτανε μέχρι την Ομόνοια. Ουδείς δίσκος, ούτε από συλλέκτες ευρέθη σε καλή κατάσταση από τις 35.000-40.000 που έχουν πουληθεί. Ολοι είναι καταφαγωμένοι. Για αυτό ειδικά το τραγούδι πρέπει να πω ότι από μουσικής πλευράς, το θεωρώ από τις κορυφαίες μουσικές μου συνθέσεις:
Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα / σ’ ένα γλέντι φοβερό / για μια κόρη ξελογιάστρα / κι αν χαθεί, πού θα την βρω;
Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω / σε βουνά και σε γκρεμό / κι όμως ζω να τυραννιέμαι / στο δικό της τον καημό.
Μου την άρπαξε η μοίρα / μια βραδιά στο χαλασμό / θα τη βρω και θα την πάρω / το έχω βάλει για σκοπό.
Χόρευαν τη μουσική του με κομμένα πόδια και χέρια…
Ενδεικτική της παλλαϊκής και υπερκομματικής αποδοχής της μουσικής του μεγάλου μας λαϊκού βάρδου στα χρόνια του Εμφυλίου είναι η παρακάτω ανατριχιαστική περιγραφή του ιδίου: Θυμάμαι, και θα μου μείνει για πάντα αξέχαστο, ένα συγκλονιστικό περιστατικό που συνέβη το 1948, όταν πήγα με κομπανία στη Θεσσαλονίκη για να παίξω στα νοσοκομεία, εκεί που ήταν οι βαριά τραυματισμένοι, οι περισσότεροι χωρίς χέρια και πόδια. Παίξαμε μέσα στα άλλα και τον Τραυματία και τότε έγινε κάτι που δεν περιγράφεται με λόγια. Τραγουδούσαν μαζί μας και οι τραυματίες του νοσοκομείου και με απεγνωσμένες προσπάθειες προσπαθούσαν να σηκωθούν όρθιοι. Τρέξαν αμέσως οι γιατροί και οι νοσοκόμοι και φώναζαν: Μη, κύριε Τσιτσάνη, σας παρακαλούμε, θα πεθάνουν. Με κομμένα πόδια και χέρια και είχαν γίνει λεοντάρια! Ξεχνιούνται ποτέ αυτά;
Παρά τις προκλήσεις των καιρών, ο κορυφαίος βάρδος της λαϊκής μας μουσικής αποφασίζει συνειδητά να υπερασπιστεί τις αρχές του μόνο μέσα από το έργο του, και όχι μέσω οιουδήποτε πολιτικού φορέα: Χίλιες φορές θα επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια; Κουράστηκα πια! Φυσικά δεν μπορούσα να γράψω τραγούδι και για τον Ζέρβα. Επανέρχομαι, λοιπόν και σου λέω ότι εγώ άκουσα τις συμβουλές του Σεργιάνη και του Μουσχουντή και έμεινα έξω από τις οργανώσεις. Γράφ’ το με κεφαλαία: Ο ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΔΕΝ ΟΡΓΑΝΩΘΗΚΕ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ!
Την τελευταία περίοδο της ζωής του ταλαιπωρείται από την επάρατο νόσο και οι δικοί του άνθρωποι αποφασίζουν τη νοσηλεία σε νοσοκομείο του Λονδίνου. Ο ίδιος επιχειρεί να διαψεύσει τις φήμες για την κατάσταση της υγείας του, λέγοντας: Τι διάολο, θέλουν να με πεθάνουν; Δεν έχω τίποτα και θα γυρίσω στο μαγαζί. Τι έχω; Μύκητες μου βρήκαν, θα τους βγάλω και θα γυρίσω. Δεν ξαναέπαιξε ποτέ…
Ειδήσεις σήμερα
Survivor-spoiler: Αυτοί μπαίνουν στο ριάλιτι και φέρνουν τα πάνω-κάτω [εικόνες και βίντεο]
Κατερίνα Λέχου στο ΤΥΠΟΣ TV: Δεν κοιτάζω τη φθορά του χρόνου, αλλά όσα κερδίζω
Γλυκόπικρο το πρωινό της Κυριακής 21/1 για τη Ρούλα Κορομηλά – Τι συνέβη;
Πέθανε η Σόνια Ιλίνσκαγια – Ήταν από τις σημαντικότερες μελετήτριες της νεοελληνικής λογοτεχνίας