Η υγεία του Παπάγου
Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, κι ενώ η χώρα προσπαθεί ακόμη να επουλώσει τις πληγές του Εμφυλίου, στην εξουσία βρίσκεται από τον Νοέμβριο του 1952 ο «Ελληνικός Συναγερμός», με πρωθυπουργό τον πρώην στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο. Το 1955 είναι μια πολύ δύσκολη χρονιά για τον τελευταίο, αφού από τα τέλη του προηγούμενου έτους ταλαιπωρείται από ένα μυστηριώδες πρόβλημα υγείας που τον εμποδίζει στην άσκηση των καθηκόντων του. Ετσι, ενώ η Κύπρος είναι πάλι στις φλόγες με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα για Ενωση με την Ελλάδα σε πλήρη έξαρση, η χώρα διανύει μια μακρά περίοδο ακυβερνησίας που ξεπερνά πλέον τους οκτώ μήνες.
Στο παρασκήνιο, η κούρσα διαδοχής γίνεται μεταξύ Στέφανου Στεφανόπουλου και Παναγιώτη Κανελλόπουλου, με τον πρώτο να διατηρεί σαφές προβάδισμα στην προτίμηση του παραπαίοντος πρωθυπουργού. Την ίδια εποχή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι μεν ένας πετυχημένος και δυναμικός υπουργός Δημοσίων Εργων, χωρίς όμως ισχυρά ερείσματα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος. Στην πραγματικότητα, όμως, έχει ήδη ξεκινήσει -όπως λέει ο ίδιος ύστερα από προτροπή του βασιλιά Παύλου- προσωπικές συναντήσεις με τους Πιπινέλη και Κασιμάτη διερευνώντας τη δυνατότητα δημιουργίας διάδοχου κυβερνητικού σχήματος.
Στα τέλη Αυγούστου ο Καραμανλής δέχεται μήνυμα από ανακτορικό απεσταλμένο που λέει ότι επειδή ο βασιλιάς είναι πλέον σίγουρος ότι η υγεία του Παπάγου δεν πρόκειται να αποκατασταθεί, θα ζητήσει την παραίτησή του και στη συνέχεια θα αναθέσει στον ίδιο την πρωθυπουργία. Ο Καραμανλής εκφράζει την τιμή του στη βασιλική πρόταση, αλλά δεν την αποδέχεται, γράφοντας χαρακτηριστικά στο αρχείο του: «…Δεν νομίζω να ήτο ορθόν να ζητήση την παραίτησιν του ασθενούντος πρωθυπουργού, διότι τούτο θα προεκάλει συναισθηματικάς αντιδράσεις παρά τη κοινή γνώμη, η οποία θα το απέδιδεν εις την παλαιάν γνωστήν διένεξιν μεταξύ του Στέμματος και του Παπάγου. Ητο η πρώτη φορά που ελάμβανα γνώσιν ότι ο βασιλεύς απέβλεπεν εις εμέ διά την διάδοχον κυβέρνησιν».
Η πολύμηνη ακυβερνησία γίνεται εθνικά επικίνδυνη, όταν του ναυαγίου της τριμερούς διάσκεψης του Λονδίνου για το Κυπριακό ακολουθεί ο σεπτεμβριανός διωγμός του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Η ωριαία συνάντηση στα ανάκτορα μεταξύ Παύλου και Καραμανλή στις 17 Σεπτεμβρίου φέρνει θύελλα φημών που αναγκάζει τον 48χρονο τότε υπουργό να απαντήσει με επιστολή στην εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ»: «Κατά τον τελευταίον καιρόν η πολιτική εις τον τόπον μας επήρε την μορφήν κουτσομπολιού. Αναγράφονται διάφορα αυθαίρετα και ανακριβή πράγματα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια εκτεταμένη και επικίνδυνος σύγχυσις».
Ο Παπάγος δεν δέχεται το ανακτορικό αίτημα περί παραίτησης, συμβιβαζόμενος με τον διορισμό αντιπροέδρου στην κυβέρνηση για όσο διάστημα αυτός είναι ασθενής. Ο διορισμός σε αυτήν τη θέση του Στέφανου Στεφανόπουλου το απόγευμα της 3ης Οκτωβρίου οδηγεί τον έτερο διεκδικητή, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, στην παραίτηση, αμφισβητώντας στην πράξη την εγκυρότητα του διορισμού από τον άρρωστο πρωθυπουργό. Επειδή, όμως, όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια ο Θεός γελάει, έτσι, η νέα ανατροπή του σκηνικού έρχεται το βράδυ της επόμενης ημέρας με τον αιφνίδιο θάνατο του Παπάγου.
Οι πρώτες συζητήσεις για τη διαδοχή γίνονται τα μεσάνυχτα της 5ης Οκτωβρίου στο σπίτι του Παπάγου στην Εκάλη, ανάμεσα στους Παύλο, Στεφανόπουλο και Κανελλόπουλο, που εν τω μεταξύ έχει ανακαλέσει την παραίτησή του. Εκείνη τη νύχτα, ο Στεφανόπουλος κάνει το σημαντικότερο λάθος της πολιτικής του πορείας, αφού έχοντας πρωθυπουργική εντολή και πλειοψηφία στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος δεν επισπεύδει τις εξελίξεις, αλλά τις καθυστερεί για μετά την κηδεία του Παπάγου.
Και ενώ ο Στεφανόπουλος ψάχνει υπουργούς να στελεχώσουν την κυβέρνησή του, ο Παύλος καλεί το πρωί της επόμενης ημέρας τον υπουργό Δημοσίων Εργων στα ανάκτορα, όπου του αναθέτει αιφνιδίως τον σχηματισμό κυβέρνησης. Το θέατρο του παραλόγου συνεχίζεται, αφού ο Καραμανλής θυμίζει στον βασιλιά ότι για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να παραιτηθεί η υπάρχουσα κυβέρνηση. Τη λύση δίνει η… άγνοια του Στεφανόπουλου για τις συζητήσεις που εξελίσσονται στα ανάκτορα, με αποτέλεσμα λίγη ώρα αφότου υποβάλλει την τυπική παραίτησή του, ν’ ακούει έκπληκτος από το ραδιόφωνο ότι κάποιος άλλος έχει γίνει πρωθυπουργός.
Εχοντας τη βασιλική εντολή στα χέρια, ο Καραμανλής συναντά τον Κανελλόπουλο, που του εκδηλώνει τη «συγκρατημένη και ευπρεπή δυσαρέσκειά του», αλλά όχι και τον… παραλίγο πρωθυπουργό Στεφανόπουλο, που είναι έξαλλος «…διότι επληροφορήθην, εν τω μεταξύ, ότι ούτος, λαβών γνώση του γεγονότος, εξεδήλωσε προς τους δημοσιογράφους κατά τρόπον έντονον την αντίθεσίν του, δηλώσας μάλιστα ότι θα αγωνισθεί διά την ματαίωσιν της δοθείσης λύσεως».
Το παρασκήνιο μέχρι τις εκλογές του ’56
Πλέον ο Στεφανόπουλος τρέχει πίσω από τις εξελίξεις. Μαζεύει υπογραφές διαμαρτυρίας, ενώ αυτήν τη φορά επισπεύδει τη σύγκληση της Κ.Ο. του κόμματος πριν από την κηδεία του Παπάγου, αλλά είναι πια αργά. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είναι πλέον κυρίαρχος των εξελίξεων, αφού μαζί με την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης λαμβάνει από τον Παύλο και το δικαίωμα διάλυσης της Βουλής. Ετσι, παρά τις αρχικές διαφωνίες βουλευτών με τη διαδικασία, όλοι υποχωρούν γνωρίζοντας ότι ο Καραμανλής, έχοντας το δικαίωμα προκήρυξης εκλογών σε περίπτωση μη εκλογής του, δεν θα επέλεγε διαφωνούντες ως υποψηφίους. Οι παλαιότεροι πολιτικοί της παράταξης, που σηκώνουν το βάρος και τις συνέπειες του εμφύλιου πολέμου, βλέπουν να παρακάμπτεται η επετηρίδα του κόμματος χωρίς αυτοί να μπορούν να κάνουν τίποτα.
Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σε παλαιότερη συνέντευξή του αρνείται όσα λέγονται περί βασιλικής εύνοιας στην εκλογή του λέγοντας: «Ούτε με τα Ανάκτορα ούτε με τους Αμερικάνους είχα σχέσεις και πολύ περισσότερο οικειότητα, ώστε η επιλογή να μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάστηκε από αυτές. Δεν μπορώ βέβαια να ξεύρω τι συζητήσεις έκαμε ο βασιλεύς, αλλά δεν έχω καμία ένδειξη ευνοίας, ούτε του βασιλέως ούτε των Αμερικάνων προς το πρόσωπόν μου». Το μεσημέρι της 6ης Οκτωβρίου γίνεται η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης, η οποία παίρνει, τελικά, ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στα μέσα Οκτωβρίου με 197 «ΝΑΙ», 97 «ΟΧΙ» και 19 απόντες, μεταξύ των οποίων και ο Στέφανος Στεφανόπουλος.
Δύο μήνες μετά, ο νέος πρωθυπουργός επιβεβαιώνει την κυριαρχία του, αφού ιδρύοντας την ΕΡΕ αφήνει πίσω το παρελθόν, ενώ αυτονομείται από τα ανάκτορα -με τα οποία συγκρούεται σκληρότατα στο μέλλον- κερδίζοντας στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 1956, αυτό που έλειπε: Τη λαϊκή εντολή, ώστε να μη θεωρείται από φίλους και αντιπάλους «διορισμένος πρωθυπουργός».