Ενα από αυτά τα προβλήματα ήταν το θέμα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η λύση που εδόθη, χάρις εις την υποστήριξη του λόρδου Κόρζον, εθεωρήθη ως ελληνική επιτυχία. Βέβαια, η επιτυχία κρίνεται με την κατάσταση που επικρατούσε την περίοδο της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης και όχι με επιχειρήματα ή καταστάσεις που επακολούθησαν μετά την υπογραφή της ανωτέρω Συνθήκης.
Εξάλλου, όπως γράφει ο Σπύρος Μαρκεζίνης (Πολιτική Ιστορία), το 1972 ο Ισμέτ Ινονού θεωρούσε τη συμφωνία για το Πατριαρχείο ελληνική νίκη. Μάλιστα, σε συνομιλία που είχε ο Σπ. Μαρκεζίνης με τον Ινονού, ο τελευταίος εξήγησε τη σημασία που είχε το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης για κάθε Τούρκο.
«Ητο το κέντρο εκ του οποίου εξεπορεύετο πάσα συνωμοσία εναντίον της Τουρκίας». Ειδικότερα, ο Ινονού υπεστήριζε ότι κατά την τελευταία περίοδο του αγώνος της τουρκικής ανεξαρτησίας το Πατριαρχείο ήτο η κύρια εστία εναντίον των Τούρκων. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, είναι ανάγκη να δούμε πώς αντιμετωπίσθηκε το πρόβλημα του Πατριαρχείου κατά την πρώτη περίοδο της Διασκέψεως της Λωζάννης.
Ιστορικά πρέπει να επισημάνουμε ότι το θέμα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως ετέθη προς συζήτηση με πρωτοβουλία των Τούρκων. Ειδικότερα, ο φανατικός Riza Nour Bey έφερε το θέμα εις την υποεπιτροπή, στην οποία ο πρόεδρος ήταν ο Ιταλός αντιπρόσωπος Montagna. Γρήγορα όμως όλοι αντελήφθησαν ότι το θέμα ήταν πολύ σοβαρό.
Για το λόγο αυτό παρεπέμφθη στην Ολομέλεια. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ο ίδιος ο Κόρζον από τα τέλη Δεκεμβρίου είχε διαπιστώσει ότι πολλά θέματα έπρεπε κατευθείαν να συζητηθούν στην Ολομέλεια, λόγω της μεγάλης σοβαρότητός των. Βέβαια, η ενέργεια αυτή θα επιβάρυνε τον ίδιο τον Κόρζον να παρεμβαίνει προσωπικά, πράγμα το οποίο θα απαιτούσε και χρόνο και κόπο μεγάλο. Ενα μεγάλο θέμα το οποίο υπήγετο σε αυτή την κατηγορία ήταν και το θέμα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Ετσι, την εισήγηση του θέματος του Πατριαρχείου ανέλαβε ο εμπειρογνώμων του Foreign Office, Andrew Ryan. Βέβαια, στην αρχή της εισηγήσεως του Ryan ανέφερε πώς έφθασε το θέμα από την Επιτροπή Montagna σε αδιέξοδο και ανέφερε τα εξής: «Συζητουμένου του θέματος της υπογραφής της ανταλλαγής των πληθυσμών, οι Τούρκοι επέμεναν να συμπεριληφθούν και οι Ελληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως».
Στην πρόταση αυτή των Τούρκων αντετάχθησαν οι Αγγλοι μαζί με τους Αμερικανούς. Βλέποντας οι Τούρκοι την αντίδραση των Αγγλων και των Αμερικάνων αναγκάστηκαν να υπαναχωρήσουν, αφού ζήτησαν ως αντάλλαγμα την παραμονή των Τούρκων στη Δυτική Θράκη. Επιπλέον, εδώ οι Τούρκοι ζήτησαν και την απομάκρυνση του Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη. Βέβαια στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Ισμέτ επέμενε στην απομάκρυνση του Πατριαρχείου διότι το συνέδεε με κάθε εθνική δραστηριότητα του Ελληνισμού.
Μάλιστα, ο Ισμέτ δεν υπεχώρησε ούτε από τη μακρά και εμπεριστατωμένη ομιλία του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τελικά όμως υπαναχώρησε μετά την υπόσχεση των Ελλήνων για την απομάκρυνση του τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος ήταν συνδεδεμένος με όλα τα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα εκείνη την περίοδο στην περιοχή. Πρέπει να επισημάνουμε ότι και ο Ρουμάνος αντιπρόσωπος είχε ταχθεί υπέρ της διατηρήσεως του Πατριαρχείου. Ομως οι Τούρκοι ήσαν ανένδοτοι και δεν υποχωρούσαν με κανέναν τρόπο καίτοι ο Βενιζέλος είχε υποστηρίξει ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε το δικαίωμα να αποδεχθεί όρο που θα αφορούσε τη μετακίνηση του Πατριαρχείου.
Είναι ανάγκη εδώ να αναγνωρίσουμε ότι ο πρόεδρος της Επιτροπής, Montagna, δεν μπορούσε να βρει λύσει για να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγηθεί η Επιτροπή που συζητούσε το θέμα του Πατριαρχείου. Πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι ο Montagna εθεωρούσε την ελληνική άποψη ως αδικαιολόγητη. Και τούτο διότι πίστευε ότι η μετακίνηση του Πατριαρχείου δεν έπρεπε να θεωρείται υψηλό τίμημα, προκειμένου να ικανοποιηθούν και οι δύο πλευρές και να επιτευχθεί συμφωνία. Μάλιστα, ο ίδιος υπεστήριζε ότι αν οι Ελληνες επέμεναν θα ήτο αδύνατον οι Τούρκοι να εκδιώξουν από την Κωνσταντινούπολη το Πατριαρχείο, αλλά και όλους τους Ελληνες που κατοικούσαν εκεί, οπότε η θέση όλων θα καθίστατο δυσχερεστέρα. Αλλά κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι οι Τούρκοι έκαναν ό,τι ήθελαν, οπότε η Διάσκεψη δεν είχε καμία αξία.
Για το λόγο αυτό ο εμπειρογνώμων του Foreign Office ανεγνώριζε μεν την επιχειρηματολογία του Montagna, αλλά έτσι θα φαινόταν ότι υπεστήριζε τα τουρκικά συμφέροντα. Συγκεκριμένα, ο Ryan για το θέμα αυτό έγγραφε τα εξής: «Υποπτεύομαι ότι έχει ήδη δεσμευθή σχεδόν πλήρως κατά τας ιδιαιτέρας του συνομιλίας με τους Τούρκους και πιστεύω ότι φρονεί ότι ενδιέφερε και την ιταλική πολιτική εάν το Πατριαρχείο εγκατέλειπε την Κωνσταντινούπολη». Εδώ είναι ανάγκη να σημειώσουμε ότι η έκθεση του Ryan, η οποία επεδοκίμαζε την πολιτική Βενιζέλου σε όλα τα σημεία, προέβαινε και σε υποδείξεις, οι οποίες επηρέαζαν τον λόρδο Κόρζον εις τους χειρισμούς του θέματος του Πατριαρχείου. Ετσι, όταν το θέμα ήλθε στην Ολομέλεια της Επιτροπής την 10/23 Ιανουαρίου 1923, στην οποίαν προήδρευε ο λόρδος Κόρζον, πρότεινε ως συμβιβαστική λύση τη διατήρηση του Πατριαρχείου υπό την προϋπόθεση ότι ο Πατριάρχης θα εστερείτο τις πολιτικές και διοικητικές αρμοδιότητες τις οποίες είχε από την εποχή του Μωάμεθ του Παρθητού και οι οποίες τον είχαν καταστήσει εθνάρχη των υπόδουλων Ελλήνων. Πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε ότι ο Πατριάρχης θα περιορίζετο στην καθαρά πνευματική και εκκλησιαστική δικαιοδοσία και θα είχε τις αρμοδιότητες που είχε και ο Πάπας στη Ρώμη.
Μετά από όλα τα ανωτέρω ο λόρδος Κόρζον έστειλε τον Riza Nour Bey και ενημέρωσε και τον Ελ. Βενιζέλο επί του σχεδίου του και του συνέστησε να συμφωνήσει εάν επιτυγχάνετο η τουρκική συγκατάθεση. Ετσι, η όλη συζήτηση διεξήχθη στην Ολομέλεια της Επιτροπής μέσα σε πλαίσιο καλής θελήσεως και έγινε δεκτή η πρόταση, όπως την είχε σχεδιάσει ο λόρδος Κόρζον. Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να αναγνωρισθεί ότι η ρύθμιση του θέματος του Πατριαρχείου ήταν αποτέλεσμα των χειρισμών του λόρδου Κόρζον, στον οποίο χειρισμό συμφώνησαν και οι Γάλλοι εκπρόσωποι.
Είναι όμως ανάγκη εδώ να επισημάνουμε, ότι ούτε στη Συνθήκη της Λωζάννης ούτε εις τις προσαρτημένες συμβάσεις αναφέρεται κάτι για το Πατριαρχείο. Παρά ταύτα οι καταχωρισθείσες στα πρακτικά συζητήσεις, οι αναφερόμενες εις την αποδοχή της Τουρκίας, όπως παραμείνει το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, περιοριζόμενον στα καθαρά θρησκευτικά και εκκλησιαστικά του καθήκοντα, αποτελούν τον τίτλο και τα στοιχεία του Πατριαρχείου, που σεβάστηκαν όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις. Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με το μαρασμό της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος οφείλεται σε άλλους λόγους. Ετσι, η δύναμη των υπαγόμενων στο πατριαρχικό κλίμα πιστών συνεχώς μειώνεται, πράγμα το οποίο αποτελεί πρόσθετο παράγοντα δυσχερειών για το χειμαζόμενο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Από την έντυπη έκδοση