Γράφει ο Μιχάλης Μαρδάς
Για αυτό τον λόγο σε αυτό το τεύχος του ET Magazine του EleftherosTypos.gr υπενθυμίζει στον Tούρκο πρόεδρο ότι η πειρατεία στην Μεσόγειο είναι μία κολόνια που κράτησε χρόνια και η ελληνική ανάμειξη σε αυτή δεν είναι τόσο μεγάλη. Αντίθετα με την τουρκική-οθωμανική δραστηριότητα.
Η πειρατεία στην αρχαιότητα
Θεωρείται βέβαιο ότι η Μεσόγειος Θάλασσα υπήρξε ο πρώτος ευρύς γεωγραφικός χώρος που η πειρατεία απέκτησε μαζικά χαρακτηριστικά. Ως μέθοδος προσπορισμού υλικού πλούτου και δούλων, αξιοποιήθηκε από σχεδόν όλους τους λαούς που κατοίκησαν τις ακτές της κατά την αρχαιότητα: από τους προϊστορικούς Λαούς της Θάλασσας και τους Ετρούσκους μέχρι τους Ιλλυριούς και τους Κίλικες των τελευταίων προχριστιανικών αιώνων, ακόμα και τους Έλληνες.
Στη μυκηναϊκή και γεωμετρική Ελλάδα, η πειρατεία θεωρείτο κοινωνικά αποδεκτή δραστηριότητα που έχρηζε καταστολής μόνο όταν στρεφόταν εναντίον συμπολιτών, ο δε πειρατής συχνά λάμβανε την ενθάρρυνση των τοπικών ηγεμόνων στο έργο του.
Οι Τάφιοι πειρατές ήταν τόσο ξακουστοί, που μια κεντητή απεικόνισή τους «επί το έργον» ήταν το κεντρικό θέμα στη διακόσμηση του μαγικού χιτώνα, τον οποίο χάρισε η Αθηνά στον Ιάσονα σύμφωνα με τη φαντασία του Απολλώνιου του Ρόδιου.
Ο Ηρόδοτος περιγράφει σχετικές δραστηριότητες των Σαμίων και των Ιώνων της Μικράς Ασίας, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει τους Λοκρούς, Αιτωλούς και Ακαρνάνες ως λαούς που επιδίδονταν στη θαλάσσια ληστεία. Εξίσου επικίνδυνα ήταν τα Κύθηρα.
Η πρώτη προσπάθεια συστηματικής καταστολής και συνάμα ηθικής απονομιμοποίησης της πειρατείας στους ιστορικούς χρόνους, ήλθε από την Αθήνα τον 5ο αιώνα π.Χ. Έχοντας εξασφαλίσει τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο σχεδόν ολόκληρου του Αιγαίου Πελάγους μέσω της Δηλιακής Συμμαχίας, οι Αθηναίοι εξαπέλυσαν άγριο κυνηγητό εναντίον οποιουδήποτε απειλούσε την απρόσκοπτη διακίνηση των πλοίων και των εμπορευμάτων.
Οι Κρήτες αποτελούσαν φόβο και τρόμο για τους ναυτικούς. Πόλεις όπως η Κυδωνία ή η Ελεύθερνα εξελίχθηκαν σε σπουδαία εμπορικά κέντρα χάρη στη διάθεση σκλάβων (κυρίως γυναικόπαιδων) και αγαθών που προέρχονταν από την πειρατεία.
Φοβεροί πειρατές προς τα τέλη της κλασικής περιόδου θεωρούνταν επίσης οι Ιλλυριοί και οι Ετρούσκοι, οι οποίοι λυμαίνονταν τα δρομολόγια μεταξύ της ηπειρωτικής και της Μεγάλης Ελλάδας. Στο Αιγαίο, βασικός διώκτης των πειρατών υπήρξε η Ρόδος, η οποία γύρω στο 300 π.Χ. δημιούργησε ένα νέο σκάφος, την τριημιολία, για την καταδίωξη των πειρατικών ημιολιών. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. π.Χ. οι Ρόδιοι δοκίμασαν να περιορίσουν την κρητική πειρατεία στα πλαίσια δύο πολέμων, του Α’ και του Β’ Κρητικού, χωρίς απόλυτη επιτυχία.
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Η πειρατεία του Τυρρηνικού Πελάγους και οι Ετρούσκοι εξελίχθηκαν σε σχεδόν συνώνυμες έννοιες. Η συγκεκριμένη ενασχόληση, ως μία μορφή «πολύ ενεργητικού εμπορίου» κατά τα τότε ήθη, αποτέλεσε έναν από τους τρεις βασικούς παράγοντες για την άνθιση του πολιτισμού τους.
Ο νονός του «Μπαρμπαρός»
Την ώρα που ο Ταγίπ Ερνογάν μιλά για πειρατές, υπερηφανεύεται για το ωκεανογραφικό σκάφος «Μπαρμπαρός» το οποίο έχει πάρει το όνομά του από τον τρομερό πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Ο Μπαρμπαρόσα γεννήθηκε το 1475 και μεγάλωσε στο χωριό Παλαιόκηπος της Μυτιλήνης, στον κόλπο του Γέρα.
Ο πατέρας του ήταν αγγειοπλάστης και καταγόταν από τη Βόρεια Ήπειρο. Το όνομά του ήταν Ιακώβ και όταν εξισλαμίστηκε έγινε Γιακούμπ. Παντρεύτηκε την Κατερίνα, χήρα και κόρη ιερέα και έκαναν έξι παιδιά, τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια.
Τα αγόρια εξισλαμίστηκαν, ενώ τα κορίτσια παρέμειναν χριστιανές . Ο πρώτος γιος ήταν ο Άρης ή Αρούζ ή Χουρούζ και o άλλος γιος ονομαζόταν Χρήστος ή Χιζρ. Μετά πήρε το όνομα Χαϊρεντίν και έγινε αγγειοπλάστης κοντά στον πατέρα του.
Ο Αρούζ έγινε πειρατής, αλλά αιχμαλωτίστηκε από τους Ιωαννίτες της Ρόδου και έγινε σκλάβος σε γαλέρα. Η πρώτη εξόρμηση του Αρούζ ήταν η κατάληψη δύο παπικών πλοίων στα ανοιχτά της Λιβύης, με ελάχιστους πειρατές και μικρότερα καράβια. Μετά από πολλές επιχειρήσεις κατέληξε στο Αλγέρι, όπου δημιούργησε το σουλτανάτο του Αλγερίου και έγινε σουλτάνος. Ο αδελφός του, Χιζρ, παράτησε την αγγειοπλαστική και έγινε υπαρχηγός του. Τα δύο αδέρφια έγιναν θρύλος, κουρσεύοντας τα εμπορικά και πειρατικά πλοία των χριστιανών.
Οι Ισπανοί σκότωσαν όμως τον Αρούζ στη Λιβύη και Χιζρ έγινε ο δεύτερος σουλτάνος της Μπαρμπαριάς με κέντρο το Αλγέρι, απ΄ όπου εξαπέλυε επιδρομές στη Μεσόγειο.
Ήταν γεροδεμένος, βραχύσωμος με κόκκινη γενειάδα, γι΄ αυτό και οι Ισπανοί του έβγαλαν τον όνομα «Μπαρμπαρόσα». Το 1516 μπήκε στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης, γιατί κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα απέναντι στις ισχυρές δυνάμεις της Δυτικής Μεσογείου και κυρίως απέναντι στους Αψβούργους που είχαν επίσης ισχυρό στόλο.
Κατά την εκστρατεία του Σουλεϊμάν στην Ήπειρο, ο Μπαρμπαρόσα επιτέθηκε από τη θάλασσα και διέλυσε την βενετοκρατούμενη Κέρκυρα. Χιλιάδες Κερκυραίοι αιχμαλωτίστηκαν, άλλοι τόσοι σκοτώθηκαν σύμφωνα με τους ιστορικούς της εποχής ο Μπαρμπαρόσα έκαψε 140 χωριά και οικισμούς, ωστόσο το κάστρο δεν κατακτήθηκε. Ο Μπαρμπαρόσα συνέχισε τις επιδρομές του και σε άλλα νησιά. Ερήμωσε την Αστυπάλαια και έσφαξε τον πληθυσμό στις υπόλοιπες Κυκλάδες.
Οι λεηλασίες επεκτάθηκαν σε όλα τα βενετοκρατούμενα νησιά. Στα Κύθηρα ο Μπαρμπαρόσα έσφαξε ή αιχμαλώτισε περισσότερους από επτά χιλιάδες αμάχους. Ο Μπαρμπαρόσα ήταν από τους λίγους που δεν σκότωσε ο Σουλεϊμάν και πέθανε σε βαθιά γεράματα στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε αποσυρθεί από το 1545.
Εκτός από τον Μπαρμπαρόσα που έχει την πρωτοκαθεδρία οι Τούρκοι πειρατές λυμαίνονταν την Μεσόγειο μέχρι τον 18ο αιώνα. Όλα τα νησιά τόσο στο Αιγαίο όσο και στο Ιόνιο γνώρισαν μεγάλες καταστροφές και πολλά από αυτά εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους.
Οι πειρατές στην επανάσταση του ’21 και ο Καποδίστριας
Στα μέσα του 18ου αιώνα, οι Αλγερινοί και οι Τυνήσιοι ήταν εκείνοι που λεηλατούσαν την Μεσόγειο και γίνονταν ο φόβος και ο τρόμος των νησιωτών κι των εμπορικών πλοίων.
Το Οθωμανικό Ναυτικό από την στιγμή που δεν μπορούσε να τους καταπολεμήσει έδωσε την άδεια στους Ελληνες ναυτικούς να εξοπλίσουν επίσημα πλέον τα πλοία τους, ώστε να μπορούν να προστατευτούν αποτελεσματικά, αποκρούοντας τις πειρατικές επιθέσεις.
Αυτό είχε αποτέλεσμα καθώς οι Ελληνες από την στιγμή που έφεραν στα καράβια τους εξοπλισμό αποδείχθηκαν αποτελεσματικότατοι στην αντιμετώπιση των πειρατών και επέστρεψε η ανάπτυξη στα νησιά.
Στα χρόνια της Επανάστασης η διαφορά του κουρσάρου και του πειρατή πολλές φορές καταστρατηγήθηκε αλλά όχι από την πλειοψηφία των Ελλήνων που πολλές φορές κατηγορήθηκαν για πειρατεία αλλά στην ουσία δεν έκαναν κάτι τέτοιο.
Οι κουρσάροι ασκούσαν πολεμική πειρατεία ή κούρσεμα. Πρόκειται για πολεμικές πράξεις που είχαν την έγκριση και την υποστήριξη της κυβέρνησης του κράτους από το οποίο προέρχονταν οι κουρσάροι ή μιας άλλης. Αυτές οι πράξεις, απέβλεπαν στο να παρενοχλούν τις θαλάσσιες μεταφορές των εμπολέμων (επίθεση σε εχθρικές βάσεις και πλοία και αρπαγή φορτίων) και να ελέγχουν τις μεταφορές των ουδετέρων, ασκώντας νηοψία. Αντίθετα η πειρατεία γινόταν χωρίς κυβερνητική έγκριση και μόνο για ληστεία.
Στα τέλη του δεύτερου έτους της Επανάστασης και στις αρχές του τρίτου, η Αγγλία αναγνώρισε στην Ελλάδα το δικαίωμα της νηοψίας επί βρετανικών εμπορικών και της κατάσχεσης των λαθραίων εμπορευμάτων του πολέμου κάθε είδους το οποία προοριζόταν για τους εχθρούς. Κατόπιν αυτών της δηλώσεων, πέντε ελληνικά καταδρομικά που είχαν χαρακτηρισθεί ως πειρατικά και είχαν προσδεθεί από τους Βρετανούς στα υπό βρετανική κατοχή τότε Επτάνησα, αφέθησαν ελεύθερα και απελευθερώθηκαν Έλληνες ναύτες που κρατούντο με το πρόσχημα ότι ενεργούσαν πειρατεία.
Στην συνέχεια τα πράγματα παρεξηγήθηκαν και από τους Έλληνες που άρχισαν να κάνουν καταδρομές έναντι εχθρικών αλλά και συμμαχικών πλοίων. Οι λόγοι είναι πολλοί αλλά ο κυριότερος είναι ότι η κεντρική διοίκηση δεν είχε τη δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεων που εξέδιδε. Έτσι περιορίσθηκε μόνο να τροποποιήσει τις διατάξεις, ώστε η άδεια καταδρομής να δίνεται όχι από τα Ναυαρχεία των τριών νησιών αλλά από τη Κεντρική Διοίκηση. Αυτοί που ασχολήθηκαν περισσότερο με την πειρατεία ήταν οι Κασιώτες, οι Ψαριανοί και οπλαρχηγοί καταγόμενοι από τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία.
Ο Καποδίστριας ήταν αυτός που προσπάθησε και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε να βάλει τάξη. Η Προσωρινή Διοίκηση κατήργησε την καταδρομή, ακύρωσε όλες τις σχετικές άδειες και με την βοήθεια του Μιαούλη και των άλλων θαλασσόλυκων της περιοχής έκανε τα πάντα για να καθαρίσει το Αιγαίο από τους πειρατές.
Με αυτές τις ενέργειες του Καποδίστρια, καταπολεμήθηκε σε μεγάλο βαθμό η πειρατεία και ολόκληρη η Ευρώπη τον επαίνεσε για τη δραστηριότητα και τις επιτυχίες του.
Ο Καποδίστριας γνώριζε ότι για να εξαλειφθεί η πειρατεία έπρεπε να εκλείψουν τα γενεσιουργά αίτιά της, δηλαδή τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που την προξενούσαν και τη συντηρούσαν. Για τον λόγο αυτό προσπάθησε να εντάξει στις ένοπλες δυνάμεις ή να απασχολήσει στην καλλιέργεια της γης τους άνεργους ναυτικούς και άτακτους στρατιωτικούς, και τους πρόσφυγες.
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (σ.σ. πολλοί ιστορικοί την αποδίδουν και στον πόλεμό του κατά της πειρατείας) τα πειρατικά κρούσματα πολλαπλασιάστηκαν και χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια και οι συντονισμένες ενέργειες των επόμενων κυβερνήσεων για την καταπολέμηση του φαινομένου.
Η πειρατεία με στυλ θρησκευτικό
Η σχέση πειρατείας με θρησκεία για πολλά χρόνια ήταν αλληλοεξάρτησης. Οι Σαρακηνοί ήταν από τους πρώτους που φρόντισαν να νομιμοποιήσουν την πειρατική δράση με θρησκευτικές αναφορές.
Όταν Άραβες πειρατές κατάφεραν να καταλάβουν την Κρήτη, ίδρυσαν εκεί εμιράτο και την χρησιμοποίησαν σαν ορμητήριο για επιδρομές στο Αιγαίο. Οι Σαρακηνοί ήταν αυτοί που ίδρυσαν την πόλη του Χάνδακα (το σημερινό Ηράκλειο), κάνοντας την πρωτεύουσα του νησιού και ασφαλές ορμητήριο για την πειρατεία στο Αιγαίο.
Το παράδειγμα τους θα ακολουθούσαν μετά από κάποιους αιώνες και τα τουρκικά εμιράτα των μικρασιατικών παραλίων. Και αυτά επικαλέστηκαν θρησκευτικούς λόγους για να δικαιολογήσουν τις πειρατικές τους δραστηριότητες: η λεηλασία της ιδιοκτησίας των «απίστων» και η αιχμαλωσία τους ήταν τιμωρία για τη μη αποδοχή του Ισλάμ.
Από την άλλη πλευρά το χριστιανικό-καθολικό τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών χρησιμοποίησε ως βάση για πειρατικές επιδρομές αρχικά την Κύπρο και στη συνέχεια τη Ρόδο, την οποία μετέτρεψαν και σε έδρα του κράτους τους. Οι Ιωαννίτες χτυπούσαν και λήστευαν τους μουσουλμανικούς στόχους στη θάλασσα, με μια σκληρότητα που εμπνεόταν και από το θρησκευτικό τους ζήλο. Μάλιστα οι καθολικοί Ιωαννίτες θυμούνταν το Σχίσμα και δεν δίσταζαν να χτυπήσουν και ελληνορθόδοξους στόχους.
Στα οθωμανικά χρόνια, οι Ιωαννίτες μετέφεραν την έδρα τους στη Μάλτα και συνέχισαν να έρχονται μέχρι το Αιγαίο και να χτυπούν στόχους που θεωρούσαν μουσουλμανικούς, δηλαδή κυρίως καράβια με οθωμανική σημαία.
Οι Μουσουλμάνοι και οι Καθολικοί πειρατές δεν ήταν όμως οι μόνοι που χρησιμοποιούσαν θρησκευτικές αναφορές για να «ευλογήσουν» τη δράση τους. Από την πλευρά των Ελληνορθόδοξων, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εκκλησία «Παναγία Κλεφτρίνα» στη νήσο Γραμβούσα, πειρατικό ορμητήριο στις αρχές του 19ου αιώνα.
Η πειρατεία την σύγχρονη εποχή
Η πειρατεία συνεχίζει να υπάρχει και να εξαπλώνεται σε αρκετές χώρες του κόσμου. Οι Σομαλοί πειρατές είναι ο νούμερο ένα κίνδυνος για τις θάλασσες και δραστηριοποιούνται στα ανοικτά της Αφρικής.
Οι σύγχρονοι πειρατές επιτίθενται κυρίως σε φορτηγά πλοία και αλιευτικά σκάφη, ενώ πολύ σπάνια χτυπούν κρουαζιερόπλοια με στόχο την αφαίρεση μετρητών ή την απαγωγή μελών του πληρώματος για να καταφέρουν να αποσπάσουν λύτρα.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ προχώρησε στη λήψη σειράς μέτρων για την αντιμετώπισή των πειρατών, ενώ αρκετά κράτη, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία και άλλες, απέστειλαν ναυτικές δυνάμεις. Παράλληλα, κινητοποίηση για την αντιμετώπιση της πειρατείας υπήρξε και στον Ευρωπαϊκό χώρο, καθώς στο πλαίσιο της Ε.Ε υιοθετήθηκε, κατά τη διάρκεια της ελληνικής Προεδρίας του Συμβουλίου της, τον Ιούνιο του 2014, η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Ασφάλεια στη Θάλασσα (European Maritime Security Strategy).
Η ελληνική συμμετοχή στο πρόγραμμα κατά της πειρατείας ήταν έντονη, καθώς η χώρα μας ως ιδρυτικό μέλος της Ομάδας Επαφής είχε αναλάβει τη διοίκηση της Επιχείρησης “Αtalanta”, από το Δεκέμβριο 2008 έως τον Απρίλιο του 2009, στην οποία συμμετείχε η φρεγάτα «Ύδρα», μέχρι τον Μάρτιο του 2012, καθώς και η φρεγάτα «Ψαρά», από τον Φεβρουάριο έως το Μάιο 2014. Την ίδια στιγμή, έντονη πειρατική δραστηριότητα παρατηρείται στον Παναμά και στην Σιγκαπούρη.
Η οικονομική κατάρρευση της Βενεζουέλας και η πολιτική αστάθεια σε άλλες χώρες της Καραϊβικής, όπως η Νικαράγουα, η Αϊτή, το Σουρινάμ, η Σάντα Λουσία και η Ονδούρα, έδωσαν το έναυσμα για να αναβιώσει εν μέσω 21ου αιώνα η πειρατεία στα παλιά της λημέρια, κλέβοντας τα φώτα της δημοσιότητας από την Ερυθρά Θάλασσα και τη Σομαλία!
«Ανοιχτά των ακτών της Βενεζουέλας επικρατεί κυριολεκτικά χάος, είναι μπάτε σκύλοι αλέστε», δήλωσε στη Washington Post ο Τζέρεμι Μακ Ντέρμοτ, διευθυντής της ΜΚΟ Ιnside Crime, που ασχολείται με το οργανωμένο έγκλημα στην Καραϊβική και τη Λατινική Αμερική.
Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε μια άλλη ΜΚΟ, η Oceans Beyond Piracy, μόνο το 2017 σημειώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Λατινικής Αμερικής 71 σοβαρές πειρατικές επιθέσεις – κυρίως ληστείες σε εμπορικά πλοία και γιοτ. Το ποσοστό είναι κατά 163% αυξημένο σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και εντοπίζεται στην Καραϊβική- κυρίως εξαιτίας της Βενεζουέλας.
Πηγές
- Κολοβός Γεώργιος (2006): Η πειρατεία στα χρόνια της Ελληνικής Επαναστάσεως και η αντιμετώπισή της από τον Καποδίστρια.
- Μηχανή του Χρόνου: «Η ιστορία της πειρατείας»
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]