ΠΡΟΦΑΝΩΣ και η Ν.Δ. βρίσκεται σχεδόν δέκα μονάδες κάτω από το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών του 2023, αλλά την ίδια ώρα δείχνει να ανακάμπτει από το χαμηλό των ευρωεκλογών, καθώς έχει ανέβει τρεις μονάδες σε σχέση με τον περσινό Ιούνιο. Ολα αυτά, όμως, συμβαίνουν στη μέση της δεύτερης κυβερνητικής θητείας, ενώ οι εθνικές εκλογές απέχουν δύο χρόνια και αυτήν τη στιγμή δεν υφίσταται ούτε εκλογικό διακύβευμα ούτε υπάρχει πόλωση στο πολιτικό σκηνικό.
ΤΟ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΟ είναι πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Ν.Δ. κυριαρχούν εμφατικά εδώ και εννέα ολόκληρα χρόνια, από τις αρχές του 2016, σε εκλογικό και δημοσκοπικό επίπεδο. Αυτό δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης. Την ίδια ώρα φαίνεται πως δεν υπάρχει ισχυρός κομματικός αντίπαλος για την κυβέρνηση, δεν υπάρχει κάποια παράταξη που μπορεί με αξιοπιστία να παρουσιάσει μια κυβερνητική αντιπρόταση.
Το δικαίωμα στην προσιτή στέγαση
Η Ν.Δ. ΕΙΝΑΙ το ακλόνητο φαβορί για να κερδίσει για τρίτη σερί φορά εθνικές κάλπες, ενώ ακόμα διατηρεί σοβαρές πιθανότητες να πετύχει κυβερνητική αυτοδυναμία, καθώς απέχει από τον ισχύοντα πήχη περίπου 6-7 μονάδες. Δεν πρόκειται για κάτι εύκολο, αλλά δεν είναι και κάτι άπιαστο.
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ αντιπολίτευση στην κυβέρνηση είναι η αγοραστική δύναμη των πολιτών. Μετά την τραυματική δεκαετία των Μνημονίων και το «τσουνάμι» της ακρίβειας, η μεσαία τάξη και τα νοικοκυριά έχουν ανάγκη να δουν να αυξάνονται σημαντικά τα εισοδήματά τους. Η κυβέρνηση οφείλει να στρέψει την προσοχή της στο πώς θα περάσει η οικονομική ανάπτυξη στην πραγματική οικονομία και τις τσέπες των πολιτών. Εκεί θα κριθεί και το στοίχημα της αυτοδυναμίας στις κάλπες που θα στηθούν την άνοιξη του 2027.
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ μπορεί να έχει μειώσει πάνω από 70 φόρους, αλλά οι πολίτες ζητούν επιτακτικά νέες μειώσεις φόρων, ώστε να αυξηθούν τα εισοδήματά τους. Την ίδια ώρα η κοινωνική πλειοψηφία δείχνει πιο «ανοιχτή» και «έτοιμη», ανεξαρτήτως κομματικής προτίμησης, να στηρίξει σημαντικές αλλαγές στη χώρα, όπως την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου και στις εθνικές εκλογές, τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, ακόμα και την κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ, η κυβέρνηση οφείλει να συνεχίσει να υλοποιεί διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς. Πρέπει να προχωρήσουν άμεσα οι αλλαγές στην Υγεία, με στόχο να δημιουργηθεί ένα νέο ΕΣΥ, το οποίο θα εξυπηρετεί δίχως ταλαιπωρία τους πολίτες. Συγχρόνως, πρέπει να ενταθούν οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στην Παιδεία, στη Δικαιοσύνη, στην ολοκλήρωση της ψηφιοποίησης στο Δημόσιο, αλλά και σε κάθε υπηρεσία του κρατικού μηχανισμού, που λειτουργεί ακόμα με όρους της δεκαετίας του ’80.