Ο κ. Τσαντόπουλος θεωρεί ότι το υπουργείο άμεσα «πρέπει να προχωρήσει στην καταγραφή της κατάστασης μετά την πυρκαγιά και να δρομολογήσει τη μεταπυρική αποκατάσταση και παρακολούθηση με στόχο την κατά το δυνατόν επανάκαμψη της βιοποικιλότητας και να εφαρμόσει κατάλληλες διαχειριστικές πρακτικές και σύγχρονες πολιτικές που θα οδηγήσουν στην άμβλυνση των επιπτώσεων της δασικής πυρκαγιάς».
Σε ό,τι αφορά στο χρονοδιάγραμμα καταγραφής της κατάστασης όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μετά την πυρκαγιά, των ενδεδειγμένων έργων για την αποκατάσταση της περιοχής και το προσδοκώμενο από αυτά αποτέλεσμα, ο κ. Τσαντόπουλος διευκρίνισε στο ΑΜΠΕ: «Αρχικά, πρέπει σύντομα να γίνει η καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης και στη συνέχεια να αποφασιστεί ποια έργα είναι αναγκαία ώστε να θωρακιστεί το οικοσύστημα προς αποφυγή νέων διαταραχών, οι οποίες δύναται να εμφανιστούν ως απόρροια της πυρκαγιάς (π.χ., υλοποίηση αντιδιαβρωτικών έργων, διαχείριση της καμένης ξυλείας), και να υπάρξει δημιουργία των συνθηκών εκείνων, μέσω μελετών αποκατάστασης, που θα επιτρέψουν τη σταδιακή επαναφορά του οικοσυστήματος στην πρότερη της πυρκαγιάς κατάσταση. Εάν παρθούν όλα τα αναγκαία μέτρα, τα επόμενα χρόνια θα γίνει πλήρης ανάκτηση της δομής του δάσους. Θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να επανέλθουν πλήρως οι ρυθμοί ζωής που υπήρχαν στο οικοσύστημα, όμως η αποκατάσταση της εικόνας του Εθνικού Πάρκου Δαδιάς θα είναι πιο σύντομη, εφόσον ληφθούν αμέσως τα ενδεδειγμένα μέτρα».
Τέλος, επεσήμανε ότι «το Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του ΔΠΘ, που εδρεύει στην Ορεστιάδα, τα τελευταία 23 χρόνια έχει επιδείξει αξιόλογο ερευνητικό έργο στη διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων και ιδιαίτερα μετά από μεγάλες καταστροφικές πυρκαγιές, ενώ διαθέτει σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό. Επιπλέον, έχει πραγματοποιήσει ένα σημαντικό αριθμό ερευνών στην περιοχή της Δαδιάς, γεγονός που διευκολύνει τη σύγκριση της μεταπυρικής κατάστασης με αυτή πριν την πυρκαγιά».