Σε άλλο σημείο μιλώντας για το νομοσχέδιο των ομόφυλων ζευγαριών και το θέμα της βάφτισης τόνισε πως «δεν θα βαφτίζουμε τα παιδιά από τα ομόφυλα ζευγάρια για τρεις λόγους. Πρώτον λείπει η πίστη. Άρα ο νηπιοβαπτισμός δεν λειτουργεί. Η Εκκλησία έχει ένα δόγμα ένα ήθος, αλίμονο αν κάνεις ό,τι θέλεις».
Ως δεύτερο λόγο ανέφερε ότι «ο ιερέας ή ο Επίσκοπος πρέπει να συμπράξει στην πράξη αυτή, γίνονται χαρτιά, έγγραφα, στα οποία υπογράφουμε. Θα υποχρεωθώ εγώ με αυτόν τον πλάγιο τρόπο να αναγνωρίσω τον γάμο των ομοφυλοφίλων;».
Ο τρίτος λόγος σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Πειραιώς είναι πως αν η Εκκλησία βαπτίσει αυτά τα παιδιά «θα απενοχοποιήσει στα παιδιά αυτήν την αντίληψη πως αυτό που κάνουν οι κηδεμόνες τους είναι κάτι ευφάμαρτο και κακό. Θα γίνουν κι αυτά ομοφυλόφιλοι.».
Διαφωνία από άμβωνος για το γάμο ομοφύλων
«Η χριστιανική παραδοσιακή οικογένεια αποτελείται από πατέρα, μητέρα και παιδιά, και σε αυτήν την οικογένεια τα παιδιά αναπτύσσονται, γνωρίζοντας τη μητρότητα και την πατρότητα που θα είναι απαραίτητα στοιχεία στη μετέπειτα εξέλιξή τους». Αυτό αναφέρει η Ιερά Σύνοδος για το γάμο και την τεκνοθεσία των ομόφυλων ζευγαριών στην εγκύκλιό της, που αναμένεται να διαβαστεί την ερχόμενη Κυριακή σε όλους τους ναούς της χώρας.
Η Εκκλησία, που έχει ήδη ανακοινώσει τη διαφωνία της για το νομοσχέδιο το οποίο προωθεί η κυβέρνηση, προχωρά ένα βήμα πιο πέρα ενημερώνοντας τους πιστούς για το θέμα. Αυτό που μένει τώρα είναι να αποφασίσει και το τι θα πράξει όσον αφορά στη βάπτιση των παιδιών που προκύπτουν από ομόφυλο γάμο. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, το θέμα θα συζητηθεί στην επόμενη συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (ΔΙΣ).
Πάντως, στην εγκύκλιό της, η Ιερά Σύνοδος παρουσιάζει τη δική της οπτική για το θέμα, διαμηνύοντας ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να σιωπήσει. Στέκεται στη βασική της αρχή που, όπως επισημαίνεται, είναι ότι «η Εκκλησία καταδικάζει την κάθε αμαρτία ως απομάκρυνση του ανθρώπου από το Φως και την αγάπη του Θεού, συγχρόνως αγαπά τον κάθε αμαρτωλό, διότι και αυτός έχει το “κατ’ εικόνα Θεού” και μπορεί να φθάση στο “καθ’ ομοίωσιν”, εάν συνεργήσει στην Χάρη του Θεού».
Οπως σημειώνεται στην εγκύκλιο, ο γάμος των ομοφυλοφίλων είναι «ανατροπή του χριστιανικού γάμου και του θεσμού της πατροπαράδοτης ελληνικής οικογένειας, αλλάζοντας το πρότυπό της, αλλά και διότι η ομοφυλοφιλία έχει καταδικαστεί από τη σύνολη εκκλησιαστική παράδοση, αρχής γενομένης από τον Απόστολο Παύλο, και αντιμετωπίζεται με τη μετάνοια, η οποία είναι αλλαγή τρόπου ζωής».
«Γι’ αυτό η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος στην πρόσφατη απόφασή της (…) δήλωσε ότι “είναι κάθετα αντίθετη προς το προωθούμενο νομοσχέδιο”. Και αυτή η σαφής απόφασή της στηρίζεται στο ότι “οι εμπνευστές του νομοσχεδίου και οι συνευδοκούντες σε αυτό προωθούν την κατάργηση της πατρότητας και της μητρότητας και τη μετατροπή τους σε ουδέτερη γονεϊκότητα, την εξαφάνιση των ρόλων των δύο φύλων μέσα στην οικογένεια και θέτουν πάνω από τα συμφέροντα των μελλοντικών παιδιών τις σεξουαλικές επιλογές των ομοφυλοφίλων ενηλίκων”».
Oλα αυτά, σύμφωνα με την Ιερά Σύνοδο, «η Εκκλησία, η οποία πρέπει να εκφράζει το θέλημα του Θεού και να καθοδηγεί ορθόδοξα τα μέλη της, δεν μπορεί να τα αποδεχθεί, διότι διαφορετικά θα προδώσει την αποστολή της. Και το κάνει αυτό όχι μόνο από αγάπη στα μέλη της, αλλά από αγάπη και στην ίδια την Πολιτεία και τους θεσμούς της, ώστε να προσφέρουν στην κοινωνία και να συντελούν στην ενότητά της».
Οι συνοδικοί τονίζουν ότι αποδέχονται τα δικαιώματα των ανθρώπων τα οποία κινούνται σε επιτρεπτά όρια, σε συνδυασμό με τις υποχρεώσεις τους, αλλά «η νομιμοποίηση του απολύτου “δικαιωματισμού”, που είναι θεοποίηση των δικαιωμάτων, προκαλεί την ίδια την κοινωνία».
Μάλιστα, διευκρινίζουν ότι σε ένα ευνομούμενο κράτος η Πολιτεία έχει την αρμοδιότητα να καταρτίζει νομοσχέδια και να ψηφίζει νόμους. Παρ’ όλα αυτά, αναφέρουν ότι «η Εκκλησία είναι θεσμός αρχαιότατος, έχει διαχρονικές παραδόσεις αιώνων, συμμετέχει σε όλες τις κατά καιρούς δοκιμασίες του λαού, συνετέλεσε αποφασιστικά στην ελευθερία του, όπως φαίνεται από την Ιστορία, την παλαιότερη και την πρόσφατη, και πρέπει όλοι να στέκονται με σεβασμό, τον οποίο κατά καιρούς διακηρύσσουν (…). Η Εκκλησία ούτε συμπολιτεύεται ούτε αντιπολιτεύεται, αλλά πολιτεύεται κατά Θεόν και ποιμαίνει όλους. Γι’ αυτό και έχει ιδιαίτερο λόγο που πρέπει να γίνεται σεβαστός».
Στο σημείο αυτό, οι ιεράρχες ξεκαθαρίζουν ότι η Εκκλησία «αγαπά όλα τα βαπτισθέντα παιδιά της και όλους τους ανθρώπους που είναι δημιουργήματα του Θεού, μικρούς και μεγάλους, αγάμους και εγγάμους, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, επιστήμονες και μη, άρχοντες και αρχομένους, ετεροφύλους και ομοφυλοφίλους». Ωστόσο, «αρκεί να το θέλουν και οι ίδιοι και να ζουν πραγματικά στην Εκκλησία».
Και προσθέτουν: «Βαπτιζόμαστε και χριόμαστε για να κοινωνήσουμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Γίνεται ο γάμος ώστε οι σύζυγοι και η οικογένεια να συμμετέχουν στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και να κοινωνούν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Κάθε διάσπαση της σχέσεως αυτής των Μυστηρίων συνιστά την εκκοσμίκευση. Η Εκκλησία βασίζεται σε αυτήν την παράδοση, που δόθηκε από τον Θεό στους αγίους, και δεν μπορεί να αποδεχθεί κάθε άλλη μορφή γάμου, πολλώ δε μάλλον τον λεγόμενο “ομοφυλοφιλικό γάμο”».