Η Σαγκλάνα ζούσε με τη γιαγιά και τον παππού της σε μια απομακρυσμένη φάρμα βαθιά στο δάσος τάιγκα, κοντά στα σύνορα με τη Μογγολία. Το σπίτι βρισκόταν 20 χλμ. μακριά από το πλησιέστερο χωριό και 8 χλμ. από τον κοντινότερο γείτονα. Τον περασμένο μήνα, όταν ξύπνησε, βρήκε την 60χρονη γιαγιά της κρύα και ακίνητη και αφού το είπε στον τυφλό παππού της αποφάσισε να περπατήσει μέχρι το επόμενο σπίτι για να ζητήσει βοήθεια, προνοώντας να πάρει ένα κουτί σπίρτα για να ανάψει φωτιά.
Με το θερμόμετρο στους -34 βαθμούς Κελσίου, η Σαγκλάνα περπάτησε αρκετές ώρες, τουλάχιστον έξι, ανάμεσα σε βουνά από χιόνι, στις όχθες του ποταμού, ακολουθώντας τα ίχνη από οπλές αλόγων, με το φόβο ότι μπορεί να της επιτεθούν αρκούδες ή λύκοι που «συχνάζουν» κατά εκατοντάδες στην περιοχή.
Αμέσως μόλις έφτασε, οι γείτονες κάλεσαν ιατρικό προσωπικό από το χωριό, που, αφού την εξέτασε, τη βοήθησε να ξεπεράσει την υποθερμία και το κρυολόγημα που είχε. «Δεν φοβήθηκα να κάνω τη διαδρομή στο δάσος μόνη μου. Απλώς περπατούσα, περπατούσα και τελικώς έφτασα. Είχε πάντως πολύ κρύο και κάποια στιγμή άρχισα πραγματικά να πεινάω πολύ», δήλωσε η ίδια.
Η μικρή συνήλθε γρήγορα και πλέον φιλοξενείται στο κοινωνικό κέντρο της περιοχής, εκεί όπου γιόρτασε τα πέμπτα γενέθλιά της την 1η Μαρτίου. Μάλιστα, οι αρμόδιοι διοργάνωσαν την πρωτοβουλία «Ας βοηθήσουμε τη Σαγκλάνα» για να τη βοηθήσουν να ξεπεράσει τη θλίψη της για το θάνατο της γιαγιάς της, με αποτέλεσμα δεκάδες άγνωστοι να της στείλουν δώρα για τα γενέθλιά της.
Η μητέρα της Ελεονώρα και ο πατριός της ζουν σε άλλο σημείο της περιοχής, εκεί όπου έχουν στάβλο με άλογα, και επισκέφτηκαν τη μικρή στο κέντρο. Πάντως, προχθές, η επιτροπή ερευνών της Τίβα ξεκίνησε εγκληματική έρευνα εναντίον της Ελεονώρα Σάλτσακ για αμέλεια ανηλίκου.
Οπως υποστηρίζουν οι αρμόδιοι, η μητέρα της έπρεπε να πάρει μέτρα για να διασφαλίσει την ασφάλεια του παιδιού γιατί γνώριζε τα προβλήματα των παππούδων. Αν καταδικαστεί, αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης ενός έτους, ενώ έρευνα έχει ξεκινήσει σε βάρος των κοινωνικών αρχών της περιοχής.
Η Σαγιάνα Μόνγκους, ακτιβίστρια και δημοσιογράφος στην περιοχή Κιζίλ, δήλωσε στον «Guardian» σοκαρισμένη που οι παππούδες της μικρής δεν είχαν τηλέφωνο ή γραμμή Ιντερνετ. «Ακόμη και στη σοβιετική περίοδο, οι κτηνοτρόφοι στην Τίβα είχαν υλικά αγαθά και επικοινωνία μέσω ασύρματων πομπών. Ομως τώρα, τον 21ο αιώνα, ένα τετράχρονο παιδί περπατάει μέχρι να βρει κάποιον να επικοινωνήσει. Αυτά είναι ανοησίες, το έγκλημα δεν είναι της μητέρας, αλλά των Αρχών», δήλωσε.
ΑΘΗΝΑ ΣΟΥΤΖΟΥ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου