Πολλές είναι σήμερα οι δίαιτες που κυκλοφορούν και μπορεί κανείς εύκολα να προμηθευτεί από περιοδικά και εφημερίδες. Αυτές οι δίαιτες βασίζονται σε δυο αρχές:
1. Στην «ανισορροπία» σε μακροθρεπτικά συστατικά που συνοψίζονται στα παρακάτω χαρακτηριστικά: Πολύ χαμηλές σε υδατάνθρακες, πλούσιες σε πρωτεΐνη, πολύ χαμηλές σε λίπος.
2. Στην κατανάλωση ή αποφυγή συγκεκριμένων τροφών από το καθημερινό διαιτολόγιο.
Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι δεν υπάρχουν έρευνες που να υποστηρίζουν αυτές τις δίαιτες. Αντίθετα, οι δίαιτες αυτές χαρακτηρίζονται από χρήση εμπειρικής μαρτυρίας και όχι συγκεκριμένων γεγονότων για να αποδείξουν την αποτελεσματικότητά τους. Αλλά και από έλλειψη οποιασδήποτε κριτικής από διαιτολόγους. Επιστημονικές έρευνες έχουν αποδείξει ότι το πιο αποτελεσματικό πρόγραμμα απώλειας βάρους είναι αυτό που συνδυάζει υγιεινό τρόπο διατροφής, αλλαγή των διατροφικών συνηθειών και συστηματική άσκηση.
Τι πρέπει να προσέχετε
Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις ανορθόδοξες δίαιτες είναι τα πιο κάτω:
* Η αμφισβητούμενη αξιοπιστία του συγγραφέα. Είναι ο συγγραφέας επιστήμων διαιτολόγος-διατροφολόγος; Αν όχι, πρέπει να προβληματιστούμε πριν δοκιμάσουμε την προτεινόμενη δίαιτα.
* Μήπως η δίαιτα προωθεί: Μαγικά και θαυματουργά φαγητά; Γρήγορη απώλεια βάρους; Καθόλου άσκηση; Αυστηρά μενού, «καλά» και «κακά» τρόφιμα, συγκεκριμένους συνδυασμούς τροφίμων, απεριόριστες ποσότητες από συγκεκριμένα τρόφιμα;
Οι πρωτεϊνικές ή κετογονικές ή χημικές δίαιτες στηρίζονται στη χαμηλή πρόσληψη υδατανθράκων. Οταν η πρόσληψη υδατανθράκων είναι ιδιαίτερα χαμηλή, οι αποθήκες γλυκογόνου και ταυτόχρονα το νερό που συνδέεται με το γλυκογόνο εξαντλούνται. Αποτέλεσμα, η θεαματική απώλεια που βλέπουμε να είναι απώλεια νερού και μυϊκού ιστού και όχι απώλεια λίπους. Επιπλέον, η εξάντληση των αποθηκών γλυκογόνου οδηγεί σε παραγωγή κετονών παρόμοια με αυτή που παρουσιάζεται σε καταστάσεις νηστείας. Οι κετόνες φαίνεται να προκαλούν αίσθημα κορεσμού, όμως δεν έχει βρεθεί συσχέτιση ανάμεσα στην απώλεια βάρους που προέρχεται από διατροφικά σχήματα με αυξημένη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και στο αίσθημα κορεσμού. Οι ουσίες αυτές είναι «απόβλητα» που προκύπτουν από τον μεταβολισμό των λιπών. Οταν υπερπαράγονται στον οργανισμό, αλλάζει σε μεγάλο βαθμό η χημική ισορροπία του σώματος. Η επιβράδυνση του βασικού μεταβολικού ρυθμού, η μείωση της θερμοκρασίας του σώματος και η μείωση της ευαισθησίας στη γλυκόζη είναι μερικές ακόμα δυσάρεστες συνέπειες της εφαρμογής τέτοιων διαιτητικών σχημάτων.
Οι περισσότερες από τις δίαιτες που ανήκουν στις άλλες κατηγορίες, όποιος και αν είναι ο μηχανισμός που κάθε φορά υποτίθεται ότι χρησιμοποιούν, στηρίζονται στην πολύ χαμηλή θερμιδική πρόσληψη. Δημιουργώντας ουσιαστικά αρνητικό ισοζύγιο ενέργειας προκαλούν απώλεια βάρους. Ομως, οι δίαιτες αυτές έχουν μία σημαντική διαφορά από μια διατροφή που στηρίζεται σε αρνητικό ισοζύγιο ενέργειας. Η υπερβολικά χαμηλή πρόσληψη θερμίδων στην πρώτη περίπτωση δεν επαρκεί για να καλύψει τόσο τις ενεργειακές όσο και τις θρεπτικές ανάγκες του ατόμου.
Επιπλέον, η επιτυχία αυτών των διαιτών πιθανότατα να οφείλεται στο αίσθημα μονοτονίας που αυτές προκαλούν. Η μονοτονία που προκαλείται από τη συχνή κατανάλωση των ίδιων τροφίμων, η απλότητα και η έλλειψη ποικιλίας ίσως να εμποδίζουν την ανάπτυξη του αισθήματος της όρεξης και αυξάνουν την αίσθηση κορεσμού. Ο περιορισμός όμως αυτός και η έλλειψη ποικιλίας αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης έλλειψης διατροφικών συστατικών (βιταμινών και ιχνοστοιχείων). Αυτό το αποδεικνύει η εμφάνιση διατροφοεξαρτώμενων νοσημάτων όπως η αναιμία. Επίσης, η μειωμένη κατανάλωση τροφίμων, όπως τα φρούτα, τα λαχανικά και τα ολικής άλεσης δημητριακά, προωθούν την ανάπτυξη καρδιαγγειακών και καρκίνου.
Ενα ακόμη σημαντικό μειονέκτημα αυτών των διαιτών είναι ότι το άτομο υιοθετεί λαθεμένες διατροφικές συνήθειες και δεν εκπαιδεύεται σε έναν καθολικά υγιεινό τρόπο διατροφής και διαβίωσης. Το αποτέλεσμα είναι, μετά την ολοκλήρωση του διατροφικού προγράμματος, το άτομο να επανέρχεται στις παλιές του συνήθειες και να επανακτά το βάρος που έχασε, πολλές φορές και ακόμα περισσότερο.
Γιατί επιλέγονται τέτοιου είδους διατροφικά σχήματα;
Σίγουρα δεν είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσει κανείς ότι μία δίαιτα όπως αυτή του ανανά ή της λαχανόσουπας δεν αποτελεί τη λύση του προβλήματος της παχυσαρκίας. Ομως, τα γρήγορα, ανώδυνα και εκπληκτικά αποτελέσματα που αυτές υπόσχονται αποτελούν πειρασμό στο να κάνουμε μία μικρή δοκιμή. Αλλωστε, ο ενστερνισμός σωστών διατροφικών συνηθειών, η υιοθέτησή τους ως τρόπου ζωής και η είσοδος της φυσικής δραστηριότητας στην καθημερινότητά μας αποτελούν ιδιαίτερα δύσκολη προσπάθεια.
Ψηφίζοντας μεσογειακή διατροφή
Η μεσογειακή διατροφή, που αποτελούσε και το κύριο διατροφικό μοντέλο της χώρας μας εδώ και χιλιάδες χρόνια, έχει αποδειχτεί ότι προάγει τη μακροβιότητα και δρα προστατευτικά για τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ορισμένες μορφές καρκίνου. Ετσι, η κατανάλωση φρούτων, λαχανικών και δημητριακών ολικής αλέσεως καθημερινά, οσπρίων και λαδερών 2 φορές την εβδομάδα, η προτίμηση ψαριών και πουλερικών σε σχέση με το κόκκινο κρέας, η κατανάλωση χαμηλών σε λιπαρά γαλακτοκομικών και τυριών, η μέτρια χρήση του ελαιόλαδου και η ύπαρξη του κόκκινου κρέατος στο τραπέζι μία φορά την εβδομάδα, θα μας βοηθήσουν όχι μόνο να χάσουμε βάρος, αλλά και να είμαστε υγιείς.
Συμπερασματικά: Πολλοί παχύσαρκοι, προσπαθώντας να μειώσουν το σωματικό τους βάρος, ακολουθούν δίαιτες που είναι χαμηλές σε θερμίδες, πρωτεΐνες, βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία, με αποτέλεσμα η διατροφή τους να είναι φτωχή σε θρεπτικά συστατικά. Επιπλέον, στις δίαιτες που είναι πολύ χαμηλές σε θερμίδες (500 έως 800 θερμίδες την ημέρα) το άτομο-ασθενής δεν αλλάζει τελικά τη διαιτητική του συμπεριφορά αλλά όταν λήξει αυτή η περίοδος της σκληρής δίαιτας, συνήθως επιστρέφει στις παλιές του συνήθειες και αυξάνει το βάρος του. Αυτό αργότερα ενδεχομένως θα τον ωθήσει να ακολουθήσει ξανά μία ίδιου τύπου δίαιτα και έτσι θα μειώνει και θα αυξάνει το βάρος του κατά διαστήματα, κάτι που είναι πιο επιβλαβές για την υγεία από το να παρέμενε σταθερά υπέρβαρος.
Η πιο ενδεδειγμένη προσέγγιση για μείωση του βάρους πρέπει να περιλαμβάνει:
• την αύξηση της φυσικής δραστηριότητας και
• τη σταδιακή μείωση της πρόσληψης ενέργειας από την τροφή, χωρίς όμως να επηρεάζεται η πρόσληψη θρεπτικών συστατικών που δεν συνεισφέρουν στην ενέργεια.
Είναι ενδεικτικό ότι η μείωση του σωματικού βάρους κατά 10% που θα διατηρηθεί για το υπόλοιπο της ζωής επιφέρει καλύτερα αποτελέσματα από μία μεγάλη μείωση του σωματικού βάρους που δεν θα διαρκέσει πολύ.