Η φετινή επέτειος για το ΠΑΣΟΚ συνδυάστηκε με την επόμενη ημέρα των εσωκομματικών διαδικασιών για την εκλογή προέδρου, που επαναβεβαίωσαν την παραμονή στην ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη, παρά την ύπαρξη ισχυρών ανθυποψηφίων, όπως οι Χ. Δούκας, Π. Γερουλάνος και Α. Διαμαντοπούλου. Μένει να φανεί, πλέον, κατά πόσο θα αναπτυχθεί μια δημοσκοπική δυναμική που θα υπερβαίνει τη μικρή αύξηση που καταγράφει στις μετρήσεις το ΠΑΣΟΚ, παρά τα διαλυτικά φαινόμενα που επικρατούν στον ΣΥΡΙΖΑ.
Μόνο που σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Υπάρχει ένας απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού σκηνικού, η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, που, παρά τη φυσιολογική φθορά που υφίσταται στις αρχές της δεύτερης θητείας της, εξακολουθεί να ελέγχει πλήρως τον μεσαίο χώρο ή, αλλιώς, το παραδοσιακό κέντρο που δίνει κυβερνήσεις και το οποίο το ΠΑΣΟΚ έχει απολέσει από το 2012 και εντεύθεν. Το πάλαι ποτέ κυβερνών κόμμα έχει πάψει έκτοτε να αποτελεί τον έναν εκ των δύο πόλων εξουσίας, παραχωρώντας αρχικά τη θέση του στον ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα, που και αυτός αποδοκιμάστηκε με τη σειρά του από τον ελληνικό λαό ύστερα από πεντέμισι χρόνια διακυβέρνησης και ένα σκληρό τρίτο Μνημόνιο και τώρα τα στελέχη του βλέπουν τον τραγέλαφο στην Κουμουνδούρου να έχει κατρακυλήσει το κόμμα στα μονοψήφια νούμερα από τα οποία είχε ξεκινήσει.
Χαμένοι στο πρωτόκολλο
Παίζοντας, πλέον, ουσιαστικά χωρίς σοβαρό αντίπαλο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη οφείλει να εφαρμόσει το πρόγραμμά της για τις μεταρρυθμίσεις, βελτιώνοντας την καθημερινότητα των πολιτών, αλλά και προσέχοντας περισσότερο τις διαρροές προς τα κόμματα που κινούνται στα δεξιά της, τα οποία εκμεταλλεύονται πραγματικά προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία, όπως η ακρίβεια ή το Μεταναστευτικό, καθώς και λάθη, όπως η ρύθμιση για τα ομόφυλα ζευγάρια.