Στο τέλος του 18ου αιώνα υπήρξε κοιτίδα της Βιομηχανικής Επανάστασης, με τα περίφημα κλωστοϋφαντουργεία του. Σήμερα είναι κοινωνικό εργαστήριο ενός οικονομικού μοντέλου που εγείρει διχογνωμίες.
Η βιομηχανική πρωτεύουσα της Αγγλίας γνώρισε κάμψη τη δεκαετία του ΄80, αλλά τα τελευταία χρόνια, παρά την ύφεση, την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, οι δουλειές αυξάνονται μαζί με τον πληθυσμό.
Δεκάδες ουρανοξύστες ξεφυτρώνουν στο Κέντρο χαρίζοντάς του το προσωνύμιο Manctopia ή Manc-hattan. Στους παλαιούς κατοίκους όμως αυτή η μετάλλαξη δεν αρέσει. Η έξοδος από την κρίση της αποβιομηχάνισης συνοδεύεται από ένα μοντέλο (το λεγόμενο «Μοντέλο Μάντσεστερ») που αλλοιώνει γοργά τη φυσιογνωμία της πόλης μέσα από τις ιδιωτικές επενδύσεις, χωρίς ωστόσο να ωφελεί σε τίποτα τους κανονικούς ανθρώπους, που ζουν σε υψηλό ποσοστό μέσα στη φτώχεια.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Οπως σημειώνει ο δημοσιογράφος των «Financial Times» και συγγραφέας Μπράιαν Γκρουμ, γέννημα-θρέμμα του Μάντσεστερ, που έχει εντρυφήσει στο ιστορικό του παρελθόν, η πόλη μάλλον μετατρέπεται σε ένα «νεοφιλελεύθερο γήπεδο» για τους developers ακίνητης περιουσίας και τους επήλυδες, ψηφιακούς νομάδες.
To σύγχρονο Μάντσεστερ είναι εξίσου κοσμοπολίτικο με το Λονδίνο και «ακούει» σε 150 γλώσσες! Δύσκολα το φαντάζονταν οι πρώτοι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι που το οχύρωσαν για να ελέγξουν τις βρετανικές φυλές το 79 μ.Χ., χρονιά που καταστράφηκε η Πομπηία.
Η Βιομηχανική Επανάσταση εκτόξευσε τον πληθυσμό του Μάντσεστερ από 10.000 το 1700 σε 33.000 το 1851. Τελευταία οι κάτοικοι του δήμου μετρήθηκαν στους 550.000 και της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής κοντά στα 3 εκατομμύρια!
Παρ’ όλο που το Κέντρο έχει γεμίσει ουρανοξύστες (τα κτίρια άνω των 20 ορόφων θα ξεπερνούν σύντομα τα 120), σύμφωνα με τους κυβερνητικούς Δείκτες Στέρησης (Indices of Deprivation), το Μάντσεστερ παραμένει η δεύτερη φτωχότερη πόλη της Αγγλίας μετά το Μπλάκπουλ. «Για τη μεγάλη πλειοψηφία η οικονομία απλώς δεν είναι αρκετή», τόνισε η πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, Μπεβ Κρέιγκ.