Ρολογάδικα, τυπογραφεία, ταξιδιωτικά πρακτορεία, φαρμακεία, κλειστά εμπορικά με την πραμάτεια ακόμα μέσα, παιχνιδάδικα, ραφεία, καφενεία-τσιπουράδικα μόνο για τους γνώστες και τους γνωστούς, ερημωμένα θυρωρεία, φωτοτυπάδικα, φυτά εσωτερικού χώρου στη μέση της διαδρομής και δεκάδες μοναχικές ταμπέλες με παλιακές γραμματοσειρές που διαλαλούν αυτό που κάποτε ήταν: Επιγραφαί-σφραγίδες, αντιπροσωπείαι-εισαγωγαί, δακτυλογραφήσεις, τακούνι-εξπρές, ελβετικά ωρολόγια-λουράκια-μπαταρίες. Κάποιες από αυτές έχουν διατηρήσει τα αθάνατα μωσαϊκά τους που κάποτε διαλαλούσαν τη μόστρα του μοντέρνου και σήμερα γίνονται φόντο για εναλλακτικά ενσταντανέ με smart phones.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Οταν βγαίνεις από τις στοές, σε περιμένει με ανυπομονησία ένας άλλος κόσμος. Είναι η εποχή του Airbnb, των τουριστών, των γκουρμέ γεύσεων, των χειροποίητων κοκτέιλ, των φεστιβάλ, του γρήγορου wi-fi, των τατουατζίδικων. «Κάποτε εδώ γύρω ήταν μόνο τεχνίτες και εργαστήρια. Τώρα έχουν ανακαινιστεί πολλά κτίρια, έχει ζωή και κίνηση 24 ώρες το 24ωρο», περιγράφει με ικανοποίηση εργαζομένη σε γνωστό κοσμηματοπωλείο του εμπορικού τριγώνου. Είναι μεσημέρι Σαββάτου και την πετυχαίνω τη στιγμή που μπαίνει βιαστικά στην είσοδο μιας από τις πιο γνωστές στοές της παλιάς πόλης, όπου λειτουργεί ένα από τα πιο διάσημα στέκια της νέας πόλης. «Δεν πάω εκεί που νομίζεις», λέει γελώντας. «Είναι ο τεχνίτης μας από πάνω. Του πάω μια αλυσίδα που κόπηκε», μου εκμυστηρεύεται λίγο πριν χαθεί στη μηχανή του χρόνου και του χώρου της Αθήνας.