Στον φαντασιακό κόσμο της Κουμουνδούρου, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θα κέρδιζε κατά κράτος τον πρωθυπουργό στην τηλεοπτική μονομαχία και το κόμμα του θα πετύχαινε τη μεγάλη πολιτική ανατροπή κερδίζοντας τις κάλπες.
«Ο Μητσοτάκης φοβάται να αντιπαρατεθεί με την αλήθεια», έλεγε τότε ο Τσίπρας, καταγγέλλοντας το Μαξίμου ότι δεν αντέχει την απευθείας πολιτική αντιπαράθεση. Τα ίδια έλεγε στη Βουλή, όπου όπως θυμάστε, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντα, είχε χάσει κατά κράτος σε επίπεδο ουσίας και αντιπαράθεσης από τον πρωθυπουργό.
Τελικώς, η τηλεμαχία έγινε με όλους τους πολιτικούς αρχηγούς ώστε να μην υπάρχει «αντιδημοκρατικός αποκλεισμός», όπως έλεγε ο Τσίπρας το 2009, όταν ακόμη ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν σε μονοψήφια ποσοστά, και το αποτέλεσμα το είδαμε στις εκλογές του Μαΐου. Το κοντέρ έγραψε «διπλό σκορ», το οποίο επαναλήφθηκε και τον Ιούνιο οδηγώντας τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ σε αποχώρηση από το κόμμα.
Οι καταγγελίες για τον Μητσοτάκη για το ντιμπέιτ όχι μόνο δεν είχαν βάση αλλά τώρα, στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύεται ότι οι σύντροφοι δεν μπορούν να τα βρουν ούτε μεταξύ τους για να οργανώσουν κοινή τηλεοπτική αντιπαράθεση.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Ο Τσακαλώτος απορρίπτει την ιδέα της τηλεμαχίας αντιπροτείνοντας τη διεξαγωγή τεσσάρων θεματικών συζητήσεων στις νομαρχιακές επιτροπές του κόμματος, προκαλώντας τις διαμαρτυρίες του Παππά και του Τζουμάκα, που θέλουν ντιμπέιτ εδώ και τώρα.
Προς αυτή την κατεύθυνση στρέφεται και η Εφη Αχτσιόγλου, ενώ ακόμα δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά του για το εάν θα είναι ο πέμπτος υποψήφιος διάδοχος του Τσίπρα ο Στέφανος Κασσελάκης, ο οποίος ήταν στη λίστα Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ και υποστηρίζεται σφόδρα από τον Παύλο Πολάκη.
Η διαφωνία για το ντιμπέιτ είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, τα στοιχεία που χωρίζουν τους υποψηφίους είναι περισσότερα από αυτά που τους ενώνουν. Ο Τσακαλώτος θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει ένα αριστερό κόμμα, η Αχτσιόγλου λέει ότι δεν υπάρχουν πια διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Κέντρου και Αριστεράς, ο Τζουμάκας οραματίζεται την αναβίωση του ΠΑΣΟΚ του ’80, ενώ ο αμερικανοτραφής εφοπλιστής Κασσελάκης, εάν τελικώς αποφασίσει να διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος, έχει διαφορετικές θέσεις από την «κεντρική γραμμή» της Κουμουνδούρου σε ό,τι έχει σχέση με την επιχειρηματικότητα ή τις καταλήψεις, μετά φθορών, στα πανεπιστήμια.
Δεν είναι τυχαίο που ορισμένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τα οποία ανήκουν στη σκληρή πτέρυγα έχουν ενοχληθεί από την πιθανή υποψηφιότητα Κασσελάκη και την «υπερπροβολή» του, καλώντας τα πειθαρχικά όργανα του κόμματος να ασχοληθούν με τη συγκεκριμένη περίπτωση γιατί οργανώνει προσωπική καμπάνια.
Το βέβαιο είναι ότι στην Κουμουνδούρου έχουν βγει τα «συντροφικά μαχαίρια» και το δυσάρεστο για το κόμμα είναι ότι η κοινή γνώμη δεν ασχολείται με τις διαφωνίες των υποψηφίων παρά μόνο ο βασικός πυρήνας των μηχανισμών τους.
Γιατί τελικά το πρόβλημα με το ντιμπέιτ δεν είναι μόνο εάν θα διεξαχθεί με τους όρους του Τσακαλώτου ή του Τζουμάκα, αλλά και ποιος θα το παρακολουθήσει. Και από «τηλεθέαση» ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι στα καλύτερά του τα τελευταία χρόνια.