Τρία παραδείγματα από την ιστορία του τόπου επιβεβαιώνουν πως μπορεί ο εκλογικός νόμος να ωφελεί ή να ζημιώνει κάποιες παρατάξεις παροδικά, όμως στο τέλος η βούληση του λαού βρίσκει το δρόμο της. Στα πιο πρόσφατα χρόνια, το 1989, το ΠΑΣΟΚ με τον Ανδρέα Παπανδρέου έφερε ένα σύστημα ενισχυμένης αναλογικής με στοιχεία απλής αναλογικής (νόμος Κουτσόγιωργα) μόνο και μόνο για να αποτρέψει τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Πράγματι, το σύστημα εκείνο έβαλε τη χώρα σε πολιτική τρικυμία και χρειάστηκαν τελικά τρεις εκλογικές αναμετρήσεις για να βγει στο τέλος η κυβέρνηση, την οποία ο λαός είχε επιλέξει από τις πρώτες εκλογές. Ηταν η Ν.Δ. με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Αν πάμε ακόμα παλαιότερα, το 1958, η τότε ΕΡΕ, σε συνεννόηση με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, πέρασε έναν εκλογικό νόμο- παραλλαγή της ενισχυμένης αναλογικής που πριμοδοτούσε το πρώτο και το δεύτερο κόμμα και δυσκόλευε το τρίτο (που θεωρητικά ήταν η ΕΔΑ). Τελικά, η ΕΡΕ ήρθε όντως πρώτο κόμμα, όμως δεύτερη αναδείχθηκε η ΕΔΑ και τρίτο κόμμα -άρα με τις μεγαλύτερες ζημιές- ήταν οι Φιλελεύθεροι.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Επιχειρώντας ένα ακόμα χρονικό άλμα, ερχόμαστε στο 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και υπέρμαχος -υποτίθεται- της απλής αναλογικής, δεν άλλαξε τον εκλογικό νόμο, ενώ μπορούσε, επειδή έβλεπε ότι διατηρούσε υψηλά ποσοστά και ήθελε να τα διασφαλίσει για την επερχόμενη αναμέτρηση. Πριν τις επόμενες εκλογές όμως, όταν έβλεπε ότι η Νέα Δημοκρατία με τον Κυριάκο Μητσοτάκη θα ερχόταν πρώτο κόμμα, έσπευσε να αλλάξει το σύστημα φέρνοντας την απλή αναλογική. Με αυτό το σύστημα θα ψηφίσουμε στις πρώτες εκλογές του Μαΐου. Αλλά και πάλι είναι δεδομένο ότι η βούληση του ελληνικού λαού θα βρει το δρόμο της. Ωστόσο, ίσως είναι καιρός ο πολιτικός κόσμος να συζητήσει σοβαρά και με ψυχραιμία τις θεσμικές θωρακίσεις που πρέπει να υπάρξουν. Η επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος είναι ευκαιρία.