«…Στέλνω τις πιο θερμές μου ευχές», γράφει ο κ. Σούνακ, «στον ελληνικό λαό ο οποίος γιορτάζει πάνω από 200 χρόνια ανεξαρτησίας. Εδώ και δύο αιώνες στεκόμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου ως φίλοι και σύμμαχοι, καθώς υπερασπιζόμαστε τις κοινές μας αξίες της Δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι κυβερνήσεις μας εργάζονται για την ανάπτυξη ακόμη ισχυρότερων δεσμών ανάμεσα στη Βρετανία και την Ελλάδα σε πολλούς τομείς, ενισχύοντας για παράδειγμα τις εμπορικές συναλλαγές 10 δισ. στερλινών και επεκτείνοντας το δίκτυο σχέσεων και επαφών των πολιτών μας στους τομείς του πολιτισμού και της εκπαίδευσης, της επιχειρηματικότητας και του τουρισμού».
Αν σήμερα ζούσε ο Σαίξπηρ, θα σχολίαζε τη δήλωση του κ. Σούνακ με τον ίδιο τρόπο που ο Αμλετ απαντά στον Πολώνιο όταν τον ρωτά:
Πολώνιος: Τι διαβάζεις, εξοχότατε;
Αμλετ: Λέξεις, λέξεις, λέξεις.
Με λέξεις, λέξεις, λέξεις, ο κ. Σούνακ θυμάται τα διακόσια χρόνια της ανεξαρτησίας μας και αναφέρεται «στο δίκτυο επαφών των πολιτών μας στους τομείς του πολιτισμού», αλλά όχι και στη συνεργασία των δύο χωρών στον πολιτισμό, αφού πριν από δεκαπέντε μόλις μέρες απέκλεισε με τρόπο, κάθε άλλο παρά διπλωματικό, την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, τα οποία έκλεψε ο αρχαιοκάπηλος Ελγιν πουλώντας τα στο Βρετανικό Μουσείο αντί 35.000 λιρών, προκειμένου να εξοφλήσει τα χρέη του προς το βρετανικό δημόσιο.
Βεβαίως κι έχει νόημα η αναφορά του στη συμμαχία και στη φιλία ανάμεσα στις δύο χώρες. Αλλά οι αρχές «της υπεράσπισης κοινών αξιών και του κράτους δικαίου» κατάφωρα παραβιάζονται από την άρνηση της Μεγάλης Βρετανίας για την επιστροφή των Παρθενώνιων στη χώρα που τα γέννησε, στη Δημοκρατία που τα δημιούργησε, θεωρώντας τα «κληρονομιά» του Ελγιν που «δώρισε» στο Βρετανικό Μουσείο. Το κράτος δικαίου σημαίνει ότι δεν επιδέχονται ερμηνεία οι νόμοι κατά το συμφέρον. Οπως έγραψε ο Αριστοτέλης, «ο νόμος πρέπει να κυβερνά». Στην περίπτωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, όταν ο Ελγιν βίαια τα απέσπασε, η Ελλάδα ζούσε σε σκλαβιά και ίσχυε ο «νόμος του ισχυρότερου και του κέρδους». Οπως έγραψε ο Μπάιρον στο ποίημά του «Η κατάρα της Αθηνάς»:
«Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη
…μα ο Αλάριχος κι ο Ελγιν μ’ έχουν άγρια συλήσει
Μένει ώσπου να φύγει…
Και σαν να ’πρεπε ο κόσμος το κατόρθωμα να μάθει
Τ’ όνομα το μισητό του πάει και στο ναό μου γράφει
σα να νοιάστηκε η Παλλάδα να δοξάσει τ όνομά του
κάτω η υπογραφή του, πάνω το κατόρθωμά του!
…Κι οι κουτοί να επαινούνε την πολλή καλαισθησία
που θα τον χαρακτηρίζει στην αγοραπωλησία.
Να πουλά κι έτσι να κάνει – τι ντροπή και τι απάτη!
Της κλεψιάς και αρπαγής του ένα έθνος συνεργάτη».
Πιστεύω ότι ο κ. Σούνακ γνωρίζει πως ο Μπάιρον έδωσε τη ζωή του για την ελευθερία της Ελλάδας…