ΠΡΩΤΟΝ, διότι οι πολίτες δείχνουν ότι εμπιστεύονται τη σημερινή κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει μεγάλες κρίσεις που έχουν εισαγόμενα αίτια. Η οικονομία αντέχει και αναπτύσσεται, δημιουργώντας εισοδήματα και θέσεις εργασίας, γιατί ακολουθείται μια συνετή πολιτική που δεν βασίζεται σε συνθήματα που σβήνουν όπως συνέβαινε επί ημερών Τσίπρα, αλλά σε στέρεες βάσεις που φέρνουν επενδύσεις, μειώσεις επιβαρύνσεων και στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ότι επί Μητσοτάκη διατέθηκαν δεκάδες δισ. ευρώ για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων προκειμένου να αντιμετωπιστούν η πανδημία και η ενεργειακή κρίση χωρίς να τεθούν σε κίνδυνο η αξιοπιστία και η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Επιπλέον, το δημόσιο χρέος μειώθηκε κατά 50 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το ΑΕΠ και πλέον κυμαίνεται κάτω από το 170%, χάρη στους πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ ακόμα και σε σχέση με τον πληθωρισμό υπάρχουν θετικά σημάδια υποχώρησης, καθώς η χώρα βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ, επειδή, από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει καθηλωμένος δημοσκοπικά σε χαμηλά ποσοστά χωρίς να είναι σε θέση να καρπωθεί ούτε κατ’ ελάχιστον την όποια φθορά καταγράφει η Νέα Δημοκρατία. Η αδυναμία του να ανακάμψει οφείλεται στο γεγονός ότι δεν μπορεί να πείσει τους πολίτες πως διαθέτει μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση. Ο Αλ. Τσίπρας μιλούσε πριν από τις εκλογές του 2015 για σεισάχθεια και φώναζε συνθήματα, όπως «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη», αλλά, τελικώς, επί των ημερών του άνοιξε η διαδικασία χιλιάδων πλειστηριασμών και εκχωρήθηκαν τα «κόκκινα» δάνεια στα funds.
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΥΡΙΖΑ, ύστερα από την αποτυχημένη διαπραγμάτευση του 2015 που οδήγησε στο κλείσιμο των τραπεζών και τα capital controls, είχε επιβάλει σκληρή λιτότητα φορτώνοντας τους φορολογουμένους με υπέρογκους φόρους και αφαιμάσσοντας τα εισοδήματά τους, ενώ έβαλε την Ελλάδα στη μαύρη λίστα των επενδυτών και καταβαράθρωσε διεθνώς το κύρος της χώρας.
ΤΟ ΠΡΟΒΑΔΙΣΜΑ της Νέας Δημοκρατίας παραμένει ισχυρό, καθώς οι πολίτες συγκρίνουν, από τη μία, την περίοδο Τσίπρα, τη δημαγωγία, τις απατηλές υποσχέσεις, την τυχοδιωκτική περήφανη διαπραγμάτευση και τη φορομπηχτική πολιτική και, από την άλλη, τη συνετή και αποτελεσματική πολιτική Μητσοτάκη, που χωρίς λαϊκισμούς και ψεύτικα συνθήματα βάζει στο επίκεντρο την οικονομία, τις επενδύσεις και τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.