Μέσα σε λίγες εβδομάδες το ισχυρό προβάδισμα των 15 μονάδων του Εμανουέλ Μακρόν έναντι της Μαρί Λεπέν χάθηκε και η τελική μάχη στις 24 Απριλίου προμηνύεται αμφίρροπη.
Πώς, όμως, η προοδευτική Γαλλία, που έχει πλέον σημαίνοντα ρόλο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις, διολίσθησε στην αντισυστημική ψήφο που εκφράσθηκε όχι μόνο από τη δύναμη της ακροδεξιάς Λεπέν, αλλά και από τα ποσοστά τού ακόμη πιο ακραίου Ζεμούρ ή του Αριστερού Μελανσόν;
Ολα έχουν την εξήγησή τους. Κατ’ αρχάς, οι παραδοσιακές δυνάμεις της χώρας, η κεντροδεξιά και οι σοσιαλιστές, που κυβερνούσαν τη χώρα τα τελευταία 40 χρόνια, έχουν τεθεί στο περιθώριο, καθώς είτε απορροφήθηκαν στις προηγούμενες κάλπες από τον φιλελεύθερο Μακρόν είτε διασκορπίσθηκαν Δεξιά και Αριστερά.
Επιπλέον, οι Γάλλοι, αν και με ισχυρή παρουσία του κράτους σε οικονομία και κοινωνικά συστήματα, είδαν τα τελευταία χρόνια «σταθερές» τους να χάνονται. Η πανδημία κλόνισε το σύστημα Υγείας ενώ οι περιορισμοί στις μετακινήσεις «έθρεψαν» τα κόμματα διαμαρτυρίας, που έδιναν κάθε εβδομάδα ραντεβού στις πλατείες των Παρισίων για να διαμαρτυρηθούν για τις «αντιδημοκρατικές καραντίνες».
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων», που είχε ξεκινήσει τη δράση του πριν από 3 χρόνια, όταν ο Μακρόν θέλησε να βάλει φόρο στα καύσιμα υπέρ του περιβάλλοντος, πήρε άλλες διαστάσεις τον τελευταίο μήνα, όταν η ακρίβεια σε βενζίνη και βασικά είδη διατροφής χτύπησε «κόκκινο» τινάζοντας τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Ο Μακρόν πόνταρε στον διαμεσολαβητικό ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει η Γαλλία προκειμένου να υπάρξει εκεχειρία στην Ουκρανία, όμως οι ανησυχίες των ψηφοφόρων δεν εστιάζονταν πλέον στον κίνδυνο να επεκταθεί ο πόλεμος στην Ευρώπη, όπως συνέβη αμέσως μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, αλλά στις οικονομικές επιπτώσεις και τις τιμές που έβλεπαν στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Για αυτό και η Λεπέν, καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, άφησε στην άκρη τα θέματα του μεταναστευτικού και έπαιξε με την ατζέντα της ακρίβειας, τάζοντας λαγούς με πετραχήλια και καταγγέλλοντας τον Μακρόν ότι άφησε απροστάτευτες τις οικογένειες από το κύμα ανατιμήσεων. Ο λαϊκισμός βρίσκει ευήκοα ώτα όταν τα λεφτά δεν φτάνουν για να βγει ο μήνας, μόνο που δεν προσφέρει λύσεις, αλλά ανεβάζει το λογαριασμό.
Εμείς έχουμε πάρει το μάθημά μας από το 2015, όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε υποσχεθεί ότι θα καταργούσε τη λιτότητα με ένα νόμο και ένα άρθρο σχίζοντας Μνημόνια και διαγράφοντας το χρέος. Ο Τσίπρας είχε κερδίσει τότε γιατί αρκετοί πολίτες που αγωνίζονταν να κρατηθούν στη μεσαία τάξη και δεν είχαν σχέση με την Αριστερά πίστευαν ότι δεν είχαν να χάσουν τίποτα, «τι χειρότερο μπορεί να συμβεί;» σκέφτονταν όταν έριχναν την ψήφο τους στο παραβάν. Τελικώς, διαπίστωσαν ότι υπήρχαν και χειρότερα με τη χρεοκοπία το καλοκαίρι του 2015 και την ψήφιση νέων σκληρών μέτρων, όπως ήταν οι αυξήσεις φόρων και η μείωση των συντάξεων.
Ενδεχομένως και οι Γάλλοι να σκέφτονται ότι δεν έχουν να χάσουν τίποτα να ρίξουν ψήφο διαμαρτυρίας, μόνο που τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ας ελπίσουμε ότι σε δύο Κυριακές θα ψηφίσουν με το μυαλό ή ακόμη και με κριτήριο την τσέπη τους αρκεί να καταλάβουν ότι κανείς δεν βγήκε κερδισμένος ποντάροντας σε δημαγωγούς και λαϊκιστές.