Αυτό που θεωρούταν δεδομένο για τις γενιές του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου, έγινε αγχωτικό ζητούμενο για τους Millenials (γεννημένοι στο διάστημα 1981-1996) και την Generation Z (1997-2011). H καθολική επικράτηση της χρηματοοικονομίας έναντι της κοινωνίας και της πολιτικής μετά το 2007 μετέτρεψε τη στέγη σε ένα ακόμα κερδοσκοπικό κομμάτι του real estate, αποστερημένο από την κοινωνική του λειτουργία – ή και με ευθέως αντικοινωνικό πρόσημο («εξευγενισμός» συνοικιών, βραχυχρόνιες μισθώσεις).
Οπως σημειώνει το Politico, η έλλειψη διαθέσιμων κατοικιών προκαλεί συνεχείς διαδηλώσεις σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, από τη μια άκρη της ηπείρου ως την άλλη. Το ίδιο και στις ΗΠΑ, όπου οι τιμές των σπιτιών ανέβηκαν 54% από το 2019. (Παρόμοιος μηχανισμός οδήγησε στο κραχ των κινεζικών κατασκευαστικών κολοσσών, αλλά δεν θα το εξετάσουμε επειδή η Κίνα δεν είναι Δημοκρατία…).
H Οξφόρδη και το σύνδρομο της Κίνας
Η ουσία είναι ότι το στεγαστικό πρόβλημα σε Ευρώπη-Αμερική σπρώχνει ολοένα περισσότερους ψηφοφόρους σε απόρριψη των «συστημικών» πολιτικών και σε στροφή προς λαϊκιστικά σχήματα με αντιμεταναστευτικό και ακροδεξιό πρόσημο. Ετσι εξηγείται εν μέρει και το σαββατιάτικο όργιο βίας κάποιων νεοναζιστικών γκρουπούσκουλων στη Βρετανία, που εκμεταλλεύτηκαν μια αμφιλεγόμενη δολοφονία για να ξεσπάσουν στους μουσουλμάνους και τους μετανάστες εν γένει.
Το πρόβλημα της στέγης είναι όμως πολύ σοβαρό, καθώς επιτρέπει σε μικρές ομάδες του πληθυσμού να πλουτίζουν, αφήνοντας την πλειονότητα στο δρόμο ή στην ανέχεια. «Αν ο κόσμος αρχίσει να πιστεύει ότι το παιχνίδι των αγορών είναι στημένο και η Δημοκρατία κωφεύει στις ανάγκες του, τότε ολοένα περισσότεροι νέοι θα πουν: “Δεν πιστεύω στη Δημοκρατία και στις αγορές”», είχε προειδοποιήσει τον Φεβρουάριο ο τότε υπουργός Στέγασης της Μ. Βρετανίας, Μάικ Γκόουβ. Μπέρδεψε, πάντως, δύο αντίθετες έννοιες. Στη σημερινή, ακραία τους μορφή, οι αγορές όχι μόνο δεν συνταυτίζονται με την Αστική Δημοκρατία, αλλά συμβάλλουν ποικιλοτρόπως στη φθορά της.