Τα συμπεράσματα των δύο ανακοινώσεων απολύτως αντικρουόμενα. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο της ΓΣΕΒΕΕ, έξι στα δέκα νοικοκυριά δήλωσαν ότι το μηνιαίο τους εισόδημα δεν επαρκεί για όλο το μήνα, αλλά μεσοσταθμικά για 19 ημέρες. Μάλιστα, το 15% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι δεν μπορεί να καλύψει καν τις βασικές του ανάγκες.
Από την άλλη πλευρά, η ΕΛ.ΣΤΑΤ. ανακοίνωσε ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στο δεύτερο τρίμηνο του 2023 αυξήθηκε κατά 8,5% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2022 και διαμορφώθηκε στα 35,1 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η ανοδική πορεία συνεχίσθηκε και στο τρίτο τρίμηνο του 2023 φτάνοντας στα 39,3 δισεκατομμύρια ευρώ.
Τι ισχύει τελικώς; Είναι η εικόνα τόσο μαύρη όπως εμφανίζεται στην έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ ή έχουν βάση τα στοιχεία της Στατιστικής Αρχής, που δείχνουν ότι τα εισοδήματα αυξάνονται σημαντικά υπερκαλύπτοντας την ακρίβεια;
Ας ξεκινήσουμε από τα στοιχεία του Ινστιτούτου της ΓΣΕΒΕΕ. Από τη στιγμή που το 60% των νοικοκυριών δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του μήνα, δύο πράγματα μπορούν να συμβαίνουν: ή να καταφεύγουν σε δανεισμό ή να «τρώνε» από τα έτοιμα, δηλαδή να αναλώνουν αποταμιεύσεις. Η λύση του δανεισμού, και μάλιστα για προσωπικές ανάγκες, είναι δύσκολη, ούτε προκύπτει σημαντική αύξηση των χορηγήσεων από τις τράπεζες. Ομως και οι καταθέσεις τα τελευταία χρόνια όχι μόνο δεν μειώνονται, αλλά καταγράφουν ιστορικά υψηλά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, σε δωδεκάμηνη βάση (Σεπτέμβριος 2022-Σεπτέμβριος 2023), οι τραπεζικές καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 5,2 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ σε σχέση με το 2019 είναι υψηλότερες κατά 27,3 δισεκατομμύρια. Τον Δεκέμβριο σημειώθηκε έκρηξη καταθέσεων κατά 3 δισεκατομμύρια, επομένως οι αποταμιεύσεις όχι μόνο δεν «τρώγονται» σε εθνικό επίπεδο αλλά διογκώνονται, χωρίς να συνυπολογίζονται οι τοποθετήσεις σε άλλα επενδυτικά προϊόντα, όπως τα αμοιβαία, όπου επίσης καταγράφεται ανοδική πορεία.
Σύμφωνα με την έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ, το 15% των νοικοκυριών δεν μπορεί να καλύψει τα στοιχειώδη. Ανατρέξαμε στην αντίστοιχη έρευνα του 2017, όταν οι τράπεζες υπολειτουργούσαν, η οικονομία βρισκόταν σε ύφεση ή σταθερότητα και οι φόροι του τρίτου Μνημονίου γονάτιζαν τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Το αντίστοιχο ποσοστό των νοικοκυριών που δήλωνε ότι δεν μπορεί να πληρώσει για βασικές ανάγκες ήταν 14,7%, δηλαδή ελαφρώς καλύτερο από τις σημερινές συνθήκες. Ηταν το 2017 καλύτερο από το 2023 στην οικονομία, όταν η ανεργία βρισκόταν πάνω από το 20% και έχει μειωθεί στο 9,6% τώρα; Ασφαλώς όχι, για αυτό χρειάζεται μία δεύτερη ανάγνωση των ερευνών.
Η οικονομία αναπτύσσεται και τα νοικοκυριά έχουν αναπτύξει άμυνες μέσω της αύξησης της απασχόλησης. Τα ποσοστά ανεργίας σε γυναίκες και νέους έχουν πέσει σημαντικά και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί κατά κανόνα πρόκειται για τα μέλη της οικογένειας που έμεναν εκτός αγοράς εργασίας.
Οι αρνητικές εκτιμήσεις της ΓΣΕΒΕΕ οφείλονται κυρίως στην αίσθηση της ακρίβειας, που είναι καθολική. Ολοι ή σχεδόν όλοι δηλώνουν ότι η ακρίβεια είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα είτε έχουν υψηλά εισοδήματα είτε τα βγάζουν οριακά πέρα. Ομως η γενική εικόνα δεν έχει καμία σχέση με εκείνη του πρόσφατου παρελθόντος, το βλέπουμε στην αγορά, όπου η εστίαση κινείται σε πρωτοφανή επίπεδα, ο τουρισμός έχει σπάσει κάθε ρεκόρ και οι επιχειρήσεις αναζητούν προσωπικό. Ολα αυτά αποτυπώνονται στους εθνικούς λογαριασμούς για ακαθάριστο προϊόν, απασχόληση, διαθέσιμο εισόδημα και αποταμιεύσεις, που είναι και οι πιο αξιόπιστοι.
Το πρόβλημα, ωστόσο, υπάρχει σε ένα τμήμα του πληθυσμού, περίπου στο 15%, σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ, που βρίσκεται στα κατώτατα όρια εισοδημάτων, και απαιτούνται στοχευμένα μέτρα στήριξης. Σίγουρα, πάντως, δεν είναι το 60% των νοικοκυριών – εάν συνέβαινε αυτό, θα φαινόταν όχι μόνο στην αγορά αλλά και στην πολιτική σκηνή. Για αυτό χρειάζεται πάντα δεύτερη ανάγνωση και τα στοιχεία της Στατιστικής Αρχής δείχνουν τη μεγάλη εικόνα.