Κατ’ αρχάς, υπάρχει μαγική λύση. Οι διαδηλωτές λένε ότι ο σταθμός μπορεί να εγκατασταθεί κοντά στο Αρχαιολογικό Μουσείο και όχι στην πλατεία, επικαλούνται μάλιστα κάποιους αρχιτέκτονες οι οποίοι όταν επί Τσίπρα είχαν αναλάβει κυβερνητικά πόστα φημίζονταν για τα προβλήματα που δημιουργούσαν σε κάθε λύση, όπως στην επένδυση του Ελληνικού.
Κάτι τέτοιο έλεγαν και το 2015, ότι ξέρουν τη λύση για τα Μνημόνια, και μάλιστα όταν θα την κοινοποιήσουν στους δανειστές, αυτοί θα παρακαλούν να μας δανείσουν. Οσο για το κόστος της «εναλλακτικής» λύσης, δεν είναι τίποτα μπροστά στη λαϊκή θέληση, είτε πρόκειται για το σταθμό του μετρό στα Εξάρχεια, που η μετακόμισή του στην Τοσίτσα θα στοιχίσει ένα σωρό χρήματα για νέες μελέτες, απαλλοτριώσεις και παρακαμπτήρια έργα, είτε για το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, που πληρώσαμε με καμιά εκατοσταριά δισεκατομμύρια ευρώ, φόρους σε τρόφιμα και καύσιμα, κλείσιμο των τραπεζών και ξεπούλημά τους σε ξένα funds.
Υπάρχει βέβαια και μία διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων που θα μπορούσε να επικαλεσθεί κάθε καλόπιστος παρατηρητής. Στην υπόθεση των Εξαρχείων η αντίδραση προέρχεται από μια μικρή μειοψηφία κατοίκων ή περιοίκων, ενώ το δημοψήφισμα του 2015 επικυρώθηκε από το βροντώδες 62% του ελληνικού λαού. Αυτό στέκει σε πρώτη ανάγνωση, αλλά όχι σε δεύτερη επεξεργασία, καθώς το «όχι» μετατράπηκε σε «ναι» από τον Τσίπρα μέσα σε λίγα 24ωρα, αυτοί που απέμειναν να υποστηρίζουν την έξοδο από το ευρώ δεν αποτελούσαν παρά μόνο μία μικρή μειοψηφία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που πάντα παίζει σε διπλό ταμπλό, τώρα υποκινεί τις αντιδράσεις στα Εξάρχεια όταν το συγκεκριμένο έργο είχε εγκριθεί και επί Τσίπρα. Το βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση έχει τη βούληση να προχωρήσει την κατασκευή του σταθμού, όπως ζητεί και η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων, ώστε να μη μετανιώσει κανείς. Οπως συνέβη με την «περήφανη» διαπραγμάτευση του 2015, που αποδείχθηκε εθνικό λάθος, και με το μετρό στην Αγία Παρασκευή που δεν έγινε στην πλατεία επειδή αντιδρούσαν ορισμένοι τοπικοί παράγοντες και τώρα όλοι κλαίνε κατόπιν εορτής.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Επένδυση στις «πράσινες» μεταφορές
Η είδηση σχετικά με την αναβίωση του εγχειρήματος για τη σιδηροδρομική σύνδεση των λιμένων της Μακεδονίας και της Θράκης με τη Βουλγαρία που δημοσίευσε το capital.gr είναι ιδιαίτερα σημαντική για την οικονομία της Βόρειας Ελλάδας.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, το υπουργείο Μεταφορών προσέλαβε νομικό σύμβουλο για τη σύσταση ελληνοβουλγαρικής εταιρίας που θα αναλάβει τη σιδηροδρομική σύνδεση της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας και της Αλεξανδρούπολης με λιμάνια της Βουλγαρίας, όπως το Μπουργκάς, ώστε να παρακαμφθούν τα Στενά του Βοσπόρου για μεταφορές μεταξύ των χωρών της Μαύρης Θάλασσας προς τη Μεσόγειο ή την Ανατολική Ευρώπη.
Το έργο είναι φιλόδοξο, καθώς ο προϋπολογισμός φτάνει τα 6,5 δισεκατομμύρια, που σημαίνει ότι θα πρέπει να ενταχθεί σε κοινοτικά προγράμματα, ωστόσο υπάρχει η πολιτική βούληση και από τον υπουργό Υποδομών, Κώστα Καραμανλή, και τον υφυπουργό, Γιώργο Καραγιάννη, προκειμένου να υλοποιηθεί. Η επένδυση στο σιδηρόδρομο, που αποτελεί το πιο καθαρό περιβαλλοντικά μέσο μεταφοράς, είναι στρατηγικής σημασίας για τη χώρα, καθώς θα καταστεί κόμβος διαμετακόμισης και θα αναβαθμίσει περαιτέρω το ρόλο των ελληνικών λιμανιών. Οι σιδηροδρομικές υποδομές πρέπει να εκσυγχρονιστούν και εκτός από τις εμπορευματικές μεταφορές να δοθεί σημασία και στις επιβατικές ώστε να μη δημιουργούνται προβλήματα τριτοκοσμικού τύπου, όπως είδαμε πρόσφατα με τις βλάβες σε τρένα στους ορεινούς όγκους της Φθιώτιδας.