Ομως, ένας κόσμος χωρίς λέξεις για το «ναι» και το «όχι» πώς στα κομμάτια μπορεί να λειτουργήσει; Εκτός αν ο ανθρώπινος εγκέφαλος εξελιχθεί τόσο πολύ ώστε να διαβάζει τη σκέψη – κάτι που ουδόλως συμβαίνει στην αληθινή ιστορία που θα περιγράψουμε παρακάτω. Οι διπλωμάτες όλου του κόσμου θα λάτρευαν τη φυλή των Κουσούντα, που ζει στα κεντροδυτικά οροπέδια των Ιμαλαΐων.
Κι αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι η σπανιότατη, αινιγματική και υπό εξαφάνιση γλώσσα τους δεν διαθέτει λέξεις για το «ναι» και το «όχι», ούτε καν για την περιγραφική άρνηση/κατάφαση! Επίσης, δεν διαθέτει λέξεις για την κατεύθυνση (αριστερά, δεξιά, μπρος, πίσω – πρέπει να δείξουν με το χέρι), ούτε γραμματικούς κανόνες.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Το συγκεκριμένο ιδίωμα μιλιέται από 278 χωρικούς, βάσει της απογραφής στο Νεπάλ το 2011, αλλά μόνο μία 48χρονη γυναίκα, η Καμάλα Κάτρι, το κατέχει άπταιστα. Γλωσσολόγοι και ανθρωπολόγοι σηκώνουν τα χέρια ψηλά σχετικά με τις ρίζες της περίεργης αυτής γλώσσας, που δεν μοιάζει με καμία άλλη και κανείς δεν ξέρει από πού προήλθε (όπως εκείνη των Βάσκων στα Πυρηναία).
Η επικρατέστερη θεωρία θέλει τα «κουσουντιανά» κατάλοιπο πανάρχαιων αυτόχθονων γλωσσών στα Ιμαλάια πριν από την άφιξη των θιβετο-βουρμανικών και ινδο-αρίων (ινδοευρωπαϊκών) φύλων. Μια χρονοκάψουλα ενός προϊστορικού πολιτισμού που επιβίωσε χάρις στις συνθήκες απομόνωσης.
Οι Κουσούντα υπήρξαν νομαδικός λαός που έως τα μέσα του 20ού αιώνα ζούσε στις ζούγκλες του Δυτικού Νεπάλ, κυνηγώντας πουλιά και ανταλλάσσοντας κρέας με ρύζι με τα γειτονικά χωριά. Στη γλώσσα τους εξακολουθούν να αποκαλούνται «βασιλιάδες του δάσους» (μπαν ράτζας), ενσαρκώνοντας το αρχέτυπο του «ευγενούς αγρίου», κατά τον Κλοντ Λεβί-Στρος. Το θετικό είναι ότι η νεπαλέζικη κυβέρνηση τους στηρίζει οικονομικά, προσπαθώντας να διασώσει την εξωτική λαλιά τους.