Αυτή τη φορά, μέσα από το ποτάμι των ανθρώπων και ανεξάρτητα από τη δεδομένη και εξαιρετικά δύσκολη πολυπλοκότητα που τυλίγει την ασύλληπτη τραγωδία των Τεμπών, αναδεικνύονται δύο βασικές παράμετροι: ο βάλτος της σήψης του δημόσιου οργανισμού των ελληνικών σιδηροδρόμων και η αναποτελεσματικότητα εν τέλει της θεσμικής διαχείρισης της τραγωδίας.
Αυτά προτάσσονται. Και όχι άδικα.
Είναι περισσότερο από σαφές ότι το δεύτερο έχει σχέση με τη λειτουργία της Δημοκρατίας στη χώρα. Και η δυναμική της εθνικής τραγωδίας αλλάζει μέρα με τη μέρα όσον αφορά στις επιδράσεις της στην κοινωνία και το πολιτικό σκηνικό.
Ενας κακός δημόσιος οργανισμός μεταφορών και συγκοινωνιών επιβάλλει τη λήψη μέτρων.
Η αμφισβήτηση, όμως, της λειτουργίας της Δικαιοσύνης είναι εξαιρετικά επικίνδυνη και δημιουργεί υπόβαθρο κανονικοποίησης της εξωθεσμικής απόδοσης Δικαιοσύνης και κάθε θεωρίας συνωμοσίας στην εργαλειοθήκη όλων όσοι έχουν άλλες σκέψεις στην πίσω πλευρά του μυαλού τους, πέρα από τη δικαίωση των θυμάτων, των οικογενειών τους και την τιμωρία των πραγματικών και όχι των κατά φαντασία πραγματικών υπευθύνων της τραγωδίας.
Το ερώτημα αν τώρα είναι αργά και αν οι πρωτοβουλίες που ανακοίνωσε χθες ο πρωθυπουργός θα έχουν αποτέλεσμα, δεν έχει επί του παρόντος απάντηση. Η υπερπολιτικοποίηση, όμως, του θέματος από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, βιαστική και αδέξια, θα μπορούσε να ήταν θετική εξέλιξη, υπό την προϋπόθεση ότι θα εντασσόταν στο πλαίσιο δημιουργικής συμπόρευσης προς τον κοινό στόχο, που δεν είναι άλλος από την απόδοση της Δικαιοσύνης. Της καθαρής, όμως, απόδοσης, όχι της συγκυριακής ή της παρασυρμένης από τον κοινωνικό αντίκτυπο της οργής. Και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο.
Η συντονισμένη ή όχι απόπειρα βίαιης απόσπασης πολιτικών κερδών μεταστρέφει την έννοια της ίδιας της απόδοσης ευθυνών και της θεσμικής τιμωρίας. Τη μετατρέπει σε υστερόβουλη Ι.Χ. διαδικασία, που μεταφράζει κατά το δοκούν την ιερότητα της θεσμικής λειτουργίας του πολιτεύματος. Μπορεί να το έχουμε ζήσει, αλλά δεν πρέπει να το ξαναζήσουμε.