Και στις εθνικές εκλογές του 2023, η διαφορά της Ν.Δ. με το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ ήταν σημαντική, που σημαίνει ότι το πρόβλημα της Κεντροαριστεράς δεν είναι συγκυριακό, αλλά δομικό.
Για το λόγο αυτόν ήδη έχουν ξεκινήσει έρευνες για το ποιο θα μπορούσε να είναι το πολιτικό πρόσωπο το οποίο θα ήταν ικανό να ενώσει δυνάμεις και να αντιμετωπίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αν και στην πολιτική η «ένωση» δύο κομμάτων δεν λειτουργεί πάντα αθροιστικά, το βασικό πρόβλημα της Κεντροαριστεράς δεν είναι το πρόσωπο, αλλά κυρίως η ταυτότητα.
Ας ξεκινήσουμε όμως από τα βασικά, τους σημερινούς αρχηγούς. Ο Κασσελάκης δεν έχει σχέση ούτε με την πολιτική ούτε με την Κεντροαριστερά. Λειτουργεί ως πρωταγωνιστής σε ριάλιτι με θέμα τη ζωή του, λαϊκίζει με λεφτόδεντρα και αυτοσχεδιάζει ανάλογα με το ακροατήριο, για να πάρει ψήφους. Δεν απευθύνεται στους κεντρώους ψηφοφόρους, άλλωστε δεν μπορεί να τους πείσει με τα καμώματά του, αλλά θέλει να αποκτήσει πρόσβαση σε ένα κοινό που μαγνητίζεται από την ακραία ρητορική και τον καταγγελτικό λόγο.
Από την άλλη πλευρά, ο Ανδρουλάκης, αν και μεγαλωμένος μέσα στα κομματικά γραφεία, έχασε τις ευκαιρίες που του παρουσιάστηκαν να ηγηθεί του χώρου. Απορρίπτοντας εμβληματικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, όπως η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, παρέδωσε στον Μητσοτάκη όλο τον μεταρρυθμιστικό χώρο και στριμώχθηκε δίπλα από τον Κασσελάκη στην αντικυβερνητική γραμμή. Μόνο που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι καλύτερος του Ανδρουλάκη στο πεδίο των εντυπώσεων, με αποτέλεσμα το ΠΑΣΟΚ να έχει μείνει στάσιμο.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Και εδώ εντοπίζεται το βασικότερο πρόβλημα της Κεντροαριστεράς. Οι σημερινοί επικεφαλής είτε δεν εμπνέουν είτε είναι ασύμβατοι με το χώρο, όμως συνολικά η Κεντροαριστερά δεν έχει πλέον ζωτικό χώρο για να αναπτυχθεί.
Η Νέα Δημοκρατία καλύπτει πλήρως την περιοχή του Κέντρου, ενώ η Αριστερά δοκιμάσθηκε το 2015, με τραγικές επιπτώσεις για την οικονομία και τη χώρα. Οι μεταρρυθμίσεις εκφράζονται από την κυβέρνηση, δεν υπήρξε ούτε μία σοβαρή πρωτοβουλία από ΣΥΡΙΖΑ ή ΠΑΣΟΚ για να πάει η χώρα μπροστά, οι ηγεσίες τους στοιχίζονται πίσω από συνδικαλιστικές μειοψηφίες και οπισθοδρομικές λογικές.
Η Κεντροαριστερά, δηλαδή, δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα μόνο ηγέτη, αλλά έχει χάσει το «προοδευτικό» της πρόσημο. Γι’ αυτό και αρκετοί ψηφοφόροι του χώρου στρέφονται προς την κυβέρνηση, ως μοναδική δύναμη που έχει ως προμετωπίδα τις μεταρρυθμίσεις.
Εκτός εάν θεωρούν λύση τον Τσίπρα, που σύμφωνα με δημοσκοπήσεις θεωρείται ο καταλληλότερος για να ηγηθεί της Κεντροαριστεράς, όταν από το 2016 και μετά έχει χάσει όλες τις εκλογικές μάχες από τον Μητσοτάκη.
Τελικοί και τελικοί
Μέσα σε δύο 24ωρα, η αθλητική Ελλάδα παρακολούθησε δύο τελικούς. Τον πρώτο όλοι θα ήθελαν να τον ξεχάσουν, ακόμα και οι νικητές, εάν θέλουν να είναι ειλικρινείς. Αναφερόμαστε στον τελικό Κυπέλλου στο ποδόσφαιρο, που έγινε σε άδειες εξέδρες στον Βόλο, μετά την ανικανότητα της διοργανώτριας αρχής ΕΠΟ να εξασφαλίσει εγκαίρως συνθήκες διεξαγωγής του αγώνα χωρίς προβλήματα. Την ίδια σχεδόν ώρα, στο κατάμεστο «Γουέμπλεϊ» διεξαγόταν ο τελικός Κυπέλλου Αγγλίας μεταξύ της Μάντσεστερ Σίτι και της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ χωρίς κανένα παρατράγουδο. Την Κυριακή, μία ελληνική ομάδα, ο ΠΑΟ, κατέκτησε την Ευρωλίγκα στο μπάσκετ ωθούμενος από χιλιάδες οπαδούς του που βρέθηκαν στο Βερολίνο. Αύριο, ο Ολυμπιακός παίζει τον τελικό του αιώνα κόντρα στη Φιορεντίνα, για να κατακτήσει το ευρωπαϊκό Conference League. Ο ελληνικός αθλητισμός βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης μετά τα πέτρινα χρόνια των προηγούμενων ετών, όμως οι επιτυχίες των ομάδων πρέπει να συνοδευθούν και από την πάταξη του χουλιγκανισμού, ειδάλλως το αποτέλεσμα θα είναι μίζερο.