Και δεν είναι ο μόνος που το βλέπει. Τα «κασσελάκια» είναι το αντίστοιχο με τις «ρουβίτσες». Εντελώς τελείως. Οσο ασχολούνται οι «ρουβίτσες» με την πολιτική τόσο ασχολούνται και τα «κασσελάκια». Περισσότερο ασχολούνται να δουν πού κάθισε ο Τάιλερ, από το τι είπε ο αρχηγός για το ουκρανικό. Αν βέβαια ο αρχηγός μπορεί να βρει την Ουκρανία στον χάρτη. Και η εικόνα αντικατοπτρίζεται στη δημοσκόπηση της Pulse. Με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ να παίρνουν 12% και τη Ν.Δ. 29,5%. Και εδώ υπάρχουν καλά και κακά νέα.
Τα καλά νέα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Για πρώτη φορά μετά τον Σεπτέμβριο που ο Κασσελάκης έγινε πρόεδρος, ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίζει κάποιο ποσοστό στις δημοσκοπήσεις. Τα κακά νέα είναι ότι το ποσοστό είναι 0,5% και πριν το κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, από τον Σεπτέμβριο που έχει αναλάβει την προεδρία ο Κασσελάκης, είχε χάσει 6,5%, δηλαδή το ένα τρίτο της εκλογικής του δύναμης.
Τα καλά νέα για το ΠΑΣΟΚ είναι ότι ισοβαθμεί με τον ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη θέση της δημοσκόπησης. Τα κακά νέα είναι ότι στις δημοσκοπήσεις του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου χάνει στα ποσοστά. Μπορεί στο σύνολο της δημοσκόπησης να μην είναι μεγάλο, αφού χάνει 0,5% από το ποσοστό του, αλλά το αργά του ΠΑΣΟΚ δείχνει να φρενάρει.
Οσο για τη Ν.Δ., τα καλά νέα στις δημοσκοπήσεις ήταν ότι έχασε μία μονάδα. Τα κακά ότι μία μονάδα σε ένα μήνα δεν είναι μικρό πράγμα. Και επειδή η μονάδα χάθηκε -χρεώθηκε εν πολλοίς στο νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια-, βγήκε η διαρροή της υποψηφιότητας του Φαήλου Κρανιδιώτη στις ευρωεκλογές για να μαζευτούν οι απώλειες από τις οποίες ωφελείτο ο Βελόπουλος. Μέχρι στιγμής τίποτα δεν είναι αποφασισμένο, αλλά «νύφη» και «γαμπρός» δεν μοιάζουν να έχουν αντίρρηση.
Στην αρχή του κειμένου αναφέρθηκα σκέτα σε «πλατεία». Στην πολιτική «πλατεία» σημαίνει Κολωνακίου. Και δεν σημαίνει κάποια πλατεία. Μιλάμε για έναν απέραντο βιότοπο που ξεκινάει από το παλιό αρχηγείο της Δράσης στην Ηροδότου και τελειώνει στα λημέρια του παλιού ΠΑΣΟΚ στη Βαλαωρίτου.
«Φάλτσο» νομοσχέδιο
Η Ελλάδα παραμένει η τελευταία σοβιετική δημοκρατία. Το αποδεικνύουν τα μέτρα του Σκρέκα και το νομοσχέδιο για τη στήριξη της ελληνικής μουσικής.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Στην πρώτη περίπτωση το υπουργείο Ανάπτυξης δεν μοιάζει να έχει διδαχθεί από παραδείγματα του παρελθόντος ότι όταν το κράτος επεμβαίνει για να ελέγξει την επάρκεια ή τις τιμές, τα αποτελέσματα είναι αντίθετα. Από τη μεταπολεμική Ευρώπη, που ο Κόνραντ Αντενάουερ ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος πολιτικός που κατάλαβε ότι τα μεταπολεμικά δελτία δεν λύνουν προβλήματα, έως τη δεκαετία του ‘80 και το ΠΑΣΟΚ που όταν ανακοίνωνε τις Κυριακές αύξηση τιμών στη βενζίνα, οι πρατηριούχοι έκλειναν τα βενζινάδικα και κάποιοι Αθηναίοι ξέμεναν με άδειο ντεπόζιτο γυρνώντας από την εκδρομή.
Και αν τουλάχιστον τα μέτρα του Σκρέκα αφορούν υπαρκτό πρόβλημα, το νομοσχέδιο του υπ. Πολιτισμού αντιμετωπίζει ένα ανύπαρκτο πρόβλημα.
- Πρώτον, δεν ενισχύει καμιά «ελληνική μουσική» όταν ζητάει να παίζονται ορχηστρικές ελληνικές επιτυχίες σε δημόσιους χώρους. Το στιλ James Last και Paul Mauriat, η αποστειρωμένη εκτέλεση επιτυχιών σε στιλ μουσικής για πολυκαταστήματα και ασανσέρ δεν έχει σχέση με τα αυθεντικά.
- Δεύτερον, ο κάθε ξενοδόχος έχει δικαίωμα να δημιουργεί την ατμόσφαιρα όπως ο ίδιος καταλαβαίνει.
Το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να αποσυρθεί αμέσως και η κυβέρνηση να ρίξει… λησμονόσκονη ώστε γρήγορα όλοι να το ξεχάσουν.
ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
Αν πρέπει το κράτος να στηρίξει κάποια καλλιτεχνικά ρεύματα, μπορεί να το κάνει στην κρατική τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο, με είδη μουσικής και εκδηλώσεις που τα ιδιωτικά κανάλια θεωρούν αντιεμπορικά.
Το κράτος δεν έχει καμιά δουλειά να επεμβαίνει στις επιλογές των ιδιωτών. Εστω με τη μορφή των επιδοτήσεων. Μερικοί μεγαλύτεροι έχουμε ζήσει την κρατική «τέχνη».
Ενα από τα χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής Ελλάδας και της επταετίας 1967-74 ήταν οι επεμβάσεις στην τέχνη. Είτε απαγορεύοντας μουσικά είδη, όπως για παράδειγμα στα «Χαρούμενα Ταλέντα» του Οικονομίδη, που δεν επιτρέπονταν τα λαϊκά τραγούδια, είτε στην τηλεόραση με τα μπαλέτα της Δώρας Στράτου απέναντι από την Ακρόπολη, είτε με καταστολής όπως με το κλείσιμο του Trip στην Πλάκα και την απαγόρευση της προβολής του «Jesus Christ Superstar» στο Παλλάς.
Η Μενδώνη δεν έχει καμία δουλειά να αποφασίζει ποια είναι η καλή και κακή τέχνη για το κοινό. Εκτός αν μέσα της ξύπνησε το ΠΑΣΟΚ του ‘80. Η Ελλάδα του Καπετάν Μεϊντάνου, που όταν ο υπουργός δεν γούσταρε μια ταινία, μπορούσε να διατάξει τον πρόεδρο της ΕΡΤ… «να πέσει μαύρο», όπως με το «Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι και ο τραυματισμένος καλλιτέχνης αναστενάζει» το 1984.