Απαντώντας στις κριτικές εκπρόσωπος του χορηγού είχε πει ότι ο χριστουγεννιάτικος στολισμός δεν είναι μόνο αγγελάκια και αστεράκια και ότι προτιμά να ξυπνάει «μια συζήτηση για το τι είναι ωραίο και το πώς λειτουργεί στον δημόσιο χώρο. Τι σημαίνει φωτισμός και τι σημαίνει Χριστούγεννα στο κάτω κάτω». Τα αγγελάκια και αστεράκια εμφανίστηκαν ξανά τα επόμενα Χριστούγεννα. Προφανώς το κοινό δεν είχε αντίστοιχες ανησυχίες για το τι σημαίνουν Χριστούγεννα. Είναι αυτά που κρεμάνε στους δρόμους αστεράκια και αγγελάκια.
Ακόμα και η Σοβιετική Ενωση των πρώτων χρόνων μετά την επανάσταση αφού απαγόρευσε τον εορτασμό των Χριστουγέννων το 1929 επανέφερε τη γιορτή το 1936. Με το στολισμένο με τα δώρα δένδρο, στην ίδια λογική, αλλά να συνδυάζεται με την Πρωτοχρονιά ώστε να κρατηθούν τα επαναστατικά προσχήματα. Και επειδή όταν στη Σοβιετική Ενωση τα γεγονότα δεν βόλευαν για μια ωραία ιστορία, τα γεγονότα άλλαζαν και όχι η ιστορία, τυπώθηκαν μέχρι και κάρτες με τον Λένιν στον ρόλο του Αγίου Βασιλείου να μοιράζει δώρα. Στην πραγματικότητα η μάχη δεν γίνεται για θέματα αισθητικής.
Ο κόσμος που θέλει να γιορτάζει τα Χριστούγεννα με κάλαντα, δέντρα, αστεράκια και Αγιοβασίληδες δεν είναι αντιδραστικός. Είναι συντηρητικός. Η λέξη μπορεί με τη φιλελέφτ προπαγάνδα να έχει αποκτήσει στα ελληνικά αρνητική χροιά, αλλά δεν έχει τίποτα το αρνητικό. Είναι η ανάγκη να συντηρηθούν τα πολιτιστικά στοιχεία που μια γενιά βρήκε και πρέπει να τα μεταβιβάσει στην επόμενη. Αφού ένα έθνος, όπως τραγούδαγε ο Τοπόλ στον Βιολιστή στη Στέγη μπορεί, να υπάρξει μόνο μέσα από την παράδοση. Η παράδοση δεν είναι υψηλή τέχνη για να κριτικαριστεί.
Είναι τα έθιμα που περνάει η μία γενιά στην άλλη. Τα κάλαντα που τα «σκοτώνουν» οι πιτσιρικάδες κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς. Τα αστεράκια και οι Αγιοβασίληδες στους δρόμους που τα συνεργεία των δήμων θα κατεβάσουν τ’ Αϊ-Γιαννιού. Ακόμα και η κίνηση στο κέντρο της πόλης, που όλοι βρίζουν και κάθε χρόνο κατεβαίνουν για να γιορτάσουν μαζί. Καλά Χριστούγεννα σε όλους και όχι Χρόνια Πολλά. Γιατί τα Χριστούγεννα που ξέρουμε, με τα αστεράκια και τα αγγελάκια, είναι αυτά που ξέρουμε και γιορτάζουμε.
Μερικές σκέψεις για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια
Κανένας δεν μπορεί να ξέρει πώς θα εξελιχθούν τα ελληνικά ιδιωτικά πανεπιστήμια. Σε ανώτατες σχολές υψηλού επιπέδου; Χώροι τετραετούς παρκαρίσματος και παρηγοριάς υποψηφίων που απέτυχαν να μπουν σε δημόσιο πανεπιστήμιο; «Φτωχοί συγγενείς» πανεπιστημίων του εξωτερικού; Κάτι άλλο ή όλα τα ανωτέρω;
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Το μόνο βέβαιο είναι ότι δίνεται η δυνατότητα σε κάποια μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού να ιδρύσουν στην Ελλάδα σχολές για να ασχολούνται με την αρχαία ελληνική παιδεία. Οχι πανεπιστήμια με όλες τις σχολές και γιγάντια campus αλλά σχολές πιθανόν εκτός Αθηνών που θα μπορούν να παρέχουν μεταπτυχιακές σπουδές πρεστίζ. Αν καταφέρει η Ελλάδα να μπει στον χώρο των πρεστίζ ανθρωπιστικών σπουδών, θα είναι επίτευγμα. Γιατί, κακά τα ψέματα, ανάμεσα στο να γίνουμε παγκόσμιο κέντρο έρευνας στην τεχνολογία και κέντρο σε σπουδές στη φιλοσοφία ή την αρχαιολογία και μόνο το όνομα της χώρας βοηθάει στο δεύτερο.
Οσο για τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια, που χρόνια τώρα τους προτείνανε τη δημιουργία ξενόγλωσσων σχολών αλλά κανένας δεν ενδιαφερόταν να το κάνει, το μόνο που μπορούν να κάνουν τώρα είναι να παρακολουθούν τις εξελίξεις και να ψάχνουν τη στερνή γνώση που δεν είχαν τότε.
«ECONOMIST»: Η ΕΛΛΑΔΑ, ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
Ο Λέων Τολστόι στην Αννα Καρένινα είχε γράψει ότι οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι όλες ίδιες αλλά κάθε δυστυχισμένη οικογένεια είναι μοναδική. Οι δυστυχισμένες οικογένειες φτιάχνουν τα μεγάλα μυθιστορήματα, όπως και οι χώρες σε κρίση τις ιστορίες με δημοσιογραφικό ενδιαφέρον.
Το 2010 με την κρίση να εξελίσσεται δεν υπήρχε Ελληνας που να μην ξέρει το ημερήσιο σπρεντ (spread). Δηλαδή τη διαφορά στο επιτόκιο δανεισμού ανάμεσα σε Γερμανία και Ελλάδα. Σήμερα αμφιβάλλω αν υπάρχει Ελληνας που να ασχολήθηκε με την είδηση ότι ο «Economist» ανακήρυξε την Ελλάδα χώρα της χρονιάς για το 2023. Οχι μόνο για την εξωτερική της πολιτική αλλά και για την οικονομία, όπου η Ε.E. προβλέπει άνοδο 2,4% το 2023 στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν, που θα συνεχιστεί στα ίδια περίπου επίπεδα τα επόμενα δύο χρόνια.
Το ερώτημα τώρα είναι πότε η αγοραστική ικανότητα των Ελλήνων, που μειώθηκε κατά 18,2% τα προηγούμενα 22 χρόνια, θα ανακάμψει. Το αρνητικό είναι ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις αλλά και το κράτος συνήθισαν να λειτουργούν με χαμηλούς μισθούς και μεροκάματα.
Και τεμπέλης είναι κάποιος που δεν θέλει να δουλέψει. Οχι κάποιος που θα δούλευε, αλλά όχι με τα λεφτά που δίνουν. Οσο για το καλό αφεντικό, είναι αυτό που σκέφτεται «θα έκανα αυτή τη δουλειά με τα λεφτά που του δίνω;».