Η «ιστορική» επιτυχία ωστόσο είναι άλλη: Για πρώτη φορά στα χρονικά του εκπαιδευτικού μας συστήματος το Δημόσιο προσέφερε τόσο υψηλό αριθμό θέσεων για τα δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης, για τους υποψηφίους που δεν θα καταφέρουν να εισαχθούν στα πανεπιστήμια.
Σύμφωνα με την κ. Κεραμέως οι υποψήφιοι, έχοντας συμπληρώσει το παράλληλο μηχανογραφικό δελτίο, θα διεκδικήσουν 16.514 θέσεις σε δημόσια ΙΕΚ, έναντι 8.077 θέσεων που ήταν πέρυσι. Γι’ αυτό και οι κραυγές του ΣΥΡΙΖΑ ότι με το νέο σύστημα της ελάχιστης βάσης για την είσοδο βάσης «κόβεται η πρόσβαση χιλιάδων νέων από τα πανεπιστήμια» δεν πέρασε στην κοινωνία. Οι υποψήφιοι με χαμηλή βαθμολογία δεν κατευθύνονται από την κυβέρνηση στα «κολέγια και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια», όπως διατείνονται από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά στα δημόσια ΙΕΚ και μάλιστα σε ειδικότητες που έχουν ζήτηση στην αγορά.
Αλήθεια, ποιος νέος έχει περισσότερες πιθανότητες επαγγελματικής αποκατάστασης; Ο φοιτητής που με το παλαιό σύστημα, το οποίο επέτρεπε την είσοδο σε ΑΕΙ με λευκή κόλλα, έμπαινε στην 40ή επιλογή του, κάπου σε ένα τμήμα, για παράδειγμα θεατρολογίας, με αντικείμενο σπουδών αδιάφορο ή και αντίθετο με τις προτιμήσεις του ή ο σπουδαστής που μπορεί να καταρτισθεί από δημόσιο ΙΕΚ και να γίνει συντηρητής δικτύων τηλεπικοινωνιών;
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Μέχρι το 2020 εισάγονταν στα πανεπιστήμια σχεδόν όλοι οι υποψήφιοι, η βάση για μαθητές από τα Γενικά Επαγγελματικά Λύκεια ξεκινούσε με βαθμό 0,6 στα 20, δηλαδή αν έγραφε σωστά το ονοματεπώνυμό του και μία φράση στην έκθεση, ή με βαθμό 2 από τα Επαγγελματικά Λύκεια. Με τόσο χαμηλό πήχη εισαγωγής δεν ήταν τυχαίο ότι μόνο το 9% των φοιτητών έπαιρνε στην ώρα του πτυχίο, όταν στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 25%.
Η επιλογή της επαγγελματικής εκπαίδευσης δεν είναι τιμωρία για τους μαθητές των χαμηλών βαθμολογιών, αλλά μία σοβαρή επιλογή για ένταξη στην αγορά εργασίας με βάση τα πραγματικά τους ενδιαφέροντα και τις κλίσεις τους, που δεν ταυτίζονται απαραίτητα με το εντατικό διάβασμα. Αντίστοιχα, η απόφαση της κυβέρνησης να ενισχύσει το θεσμό των δημοσίων ΙΕΚ και να προτάξει την επαγγελματική εκπαίδευση, είναι ίσως η σπουδαιότερη μεταρρύθμιση στη θητεία του Μητσοτάκη. Η Κεραμέως που δέχθηκε ανηλεείς και υβριστικές επιθέσεις από την Κουμουνδούρου για τη «σφαγή των υποψηφίων» θα μπορεί να λέει ότι άνοιξε δρόμους στην επαγγελματική αποκατάσταση μαθητών ενισχύοντας περαιτέρω τα δημόσια ΙΕΚ.
Ο Τσίπρας λίγο πριν από τις εκλογές του 2019 μετέτρεψε σε μία νύχτα τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα σε πανεπιστήμια χωρίς πόρους, καθηγητές και προγράμματα σπουδών. Η τότε κυβέρνηση θεώρησε σωστό ότι θα πρέπει να εισάγονται όλοι οι μαθητές ακόμη και με γραπτά μηδέν, γιατί αυτό που την ένοιαζε ήταν να «χαϊδέψει αυτιά» και όχι να καθοδηγήσει τους νέους με μοναδικό κριτήριο τις δεξιότητές τους.
Το σύστημα της ελάχιστης βάσης πέτυχε, αν και χρειάζονται κάποιες βελτιώσεις στα ειδικά μαθήματα, γιατί οι χαμένες θέσεις στα ΑΕΙ αναπληρώθηκαν από τις αυξημένες ευκαιρίες στα κρατικά ΙΕΚ, που προσφέρουν 100 διαφορετικές ειδικότητες με άμεση πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Το δίχτυ ασφαλείας για τους μαθητές οι οποίοι δεν πέρασαν σε πανεπιστήμια δεν αφαιρέθηκε, όπως κατήγγειλε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μετατράπηκε σε μία πλατφόρμα αποκατάστασης με αιχμή την κατάρτιση. Οπως ακριβώς συμβαίνει εδώ και δεκαετίες στη Φινλανδία που έχει την καλύτερη παιδεία στην Ευρώπη και προσφέρει επαγγελματική εκπαίδευση στην πλειονότητα των αποφοίτων των λυκείων.