Κι ας ήταν αυτός που αναγέννησε το Φεστιβάλ Αθηνών τοποθετώντας το στον αστερισμό των μεγάλων πολιτιστικών γεγονότων στη θερινή Ευρώπη. Η έπαρση, η κακία και ο αριστερός φασισμός δεν επέτρεψαν στο περιβόητο Μπαλτά να ζητήσει συγγνώμη. Για να εγκαταστήσει τον Γιαν Φαμπρ καλλιτεχνικό διευθυντή στο Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου, ως άλλος Μπέρια, κατηγόρησε τον Λούκο για απάτη. Χωρίς απόδειξη, παρά ένα κατάπτυστο και υπαγορευμένο δημοσίευμα της «Εφημερίδας των Συντακτών», προσφέροντας υπηρεσίες στον ΣΥΡΙΖΑ, οδηγήθηκε ο Λούκος στον εισαγγελέα.
Δεν είδα μετά την αθώωση του Λούκου -οκτώ χρόνια δικαστικού αγώνα- ο διευθυντής της «Εφ.Συν.» ή έστω συντάκτης του Πολιτιστικού, που με τόση ευκολία εξυπηρετούν τον ΣΥΡΙΖΑ, να γράψουν αυτό που για τις αστικές εφημερίδες είναι κανόνας: «Κάναμε λάθος. Συγγνώμη». Και ο μεν Μπαλτάς έμεινε με τα «παλλόμενα πέη» του Φαμπρ -καταδικάστηκε και σε 18 μήνες φυλάκιση για σεξουαλική παρενόχληση χορευτριών στο Βέλγιο- ο δε Γιώργος Λούκος μπορεί να είναι υπερήφανος για το έργο του στο Φεστιβάλ που δεν το σκιάζει απολύτως τίποτε.
Αλλά η υπόθεση Λούκου δεν είναι μόνο μία περίπτωση δολοφονίας χαρακτήρα. Είναι το αποτέλεσμα της κακίας, της μιζέριας, του φθόνου, του ρεβανσισμού, της μισαλλοδοξίας, της εκδικητικότητας του ΣΥΡΙΖΑ 2015-2019. Είναι αυτό που διατυπώνει με σαφήνεια ο Πολάκης: «Θα σας ψάξω να σας βρω έναν έναν». Δεκάδες άνθρωποι εκδιώχθηκαν, απειλήθηκαν, διασύρθηκαν, με τον πλέον επαχθή τρόπο, από ένα τσούρμο κοινωνικά μοχθηρών, ημιμαθών, ανεπάγγελτων, που κατέλαβαν την εξουσία, ως συνέχεια των καταλήψεων στο Σύνταγμα και των απατηλών υποσχέσεων του Τσίπρα: Με την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, με τη σεισάχθεια των δανείων -«κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη»- με τις υποσχέσεις αυξήσεων που μόνον αν η Κουμουνδούρου είχε φυτέψει λεφτόδενδρα στην πίσω αυλή, είχε πηγές πετρελαίου, έστω δανεικές, από τη Βενεζουέλα κι είχε ανακαλύψει τον φιλοσοφικό υδράργυρο του Νεύτωνα, μπορούσε να εκπληρώσει.
Αραγε, πώς πίστευε ο Τσίπρας ότι όλα αυτά που τώρα έγιναν βαρίδια και τον σέρνουν μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ κάτω από το 20%, θα είχαν ξεχαστεί στην τετραετία του Μητσοτάκη; Οτι οι πολίτες θα ήθελαν να τον δουν να προσέρχεται επαίτης στον Πούτιν, να κλείνει τις τράπεζες, να διαλύει την Παιδεία, να κόβει μισθούς και συντάξεις, να «φτύνει» άμυνα και ασφάλεια, να γίνεται όλη η Ελλάδα μια απέραντη Μόρια; Οι πολίτες είδαν τη διαχείριση των κρίσεων. Είδαν το κράτος αρωγό στις αντιξοότητες της πανδημίας. Είδαν την Ελλάδα να επανακτά την αξιοπιστία και τη θέση της στις Βρυξέλλες. Είδαν το Κογκρέσο να χειροκροτεί όρθιο τον πρωθυπουργό της Ελλάδας.
Με ένα λόγο: Η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έγινε η πέτρα στο λαιμό του ΣΥΡΙΖΑ. Χαίρε βάθος. Δύο και σήμερα.