Η διαφθορά, η ανυπαρξία κυβερνητικού έργο και η στασιμότητα της χώρας σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή της προοπτική και την οικονομική της ανάπτυξη ήταν οι παράγοντες που μέτρησαν καθοριστικά στις κάλπες. Η καθημερινότητα και όχι η υψηλή διπλωματία έκρινε το αποτέλεσμα.
Αλλωστε, στις εκλογές του 2020 οι Σοσιαλδημοκράτες είχαν επανεκλεγεί πανηγυρικά έχοντας υπογράψει τη συγκεκριμένη συμφωνία, η οποία δεν έλυσε κανένα από τα προβλήματα στα οποία υποτίθεται ότι θα έδινε τέλος.
Πρώτον, δεν πάταξε τον σκοπιανό εθνικισμό, αντιθέτως τον εξέθρεψε, απτό παράδειγμα ο διπλός θρίαμβος του VMRO στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές και στις βουλευτικές της περασμένης Τετάρτης. Το VMRO εξελέγη με βασικό σύνθημα «η Μακεδονία θα γίνει πάλι δικιά μας», αν και στις κλειστές πόρτες τα στελέχη του κόμματος βάζουν «νερό στο κρασί τους», ιδίως όταν συνομιλούν με αξιωματούχους της ΕυρωπαϊκήςΕΈνωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Δωρεάν συγκοινωνίες στο Βελιγράδι
Δεύτερον, δεν εξομάλυνε την κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, μάλλον προκάλεσε νέα εστία έντασης μεταξύ των Σκοπίων και της Σόφιας. Η αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας που έγινε μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών αποτέλεσε πεδίο σύγκρουσης των δύο χωρών. Η κυβέρνηση της Σόφιας θεωρεί ότι η «μακεδονική» γλώσσα είναι πολύ απλά διάλεκτος της βουλγαρικής και απαίτησε την αναθεώρηση του Συντάγματος της Βόρειας Μακεδονίας με σκοπό να αναγνωρισθεί η ύπαρξη βουλγαρικής μειονότητας. Και με την Αλβανία οι σχέσεις της Βόρειας Μακεδονίας δεν εξομαλύνθηκαν, ενώ πολλοί ψηφοφόροι της χώρας τιμώρησαν τον κυβερνητικό συνασπισμό θεωρώντας ότι το αλβανικό κόμμα που συμμετείχε σε αυτόν εμπλεκόταν σε υποθέσεις διασπάθισης κονδυλίων για έργα.
Τρίτον, δεν υπήρξε ουσιαστική σχέση συνεργασίας με την Ελλάδα. Μέχρι πρότινος εκδίδονταν διαβατήρια στα Σκόπια με την παλαιά ονομασία της χώρας, δηλαδή «Δημοκρατία της Μακεδονίας», ενώ δεν τήρησαν τα χρονοδιαγράμματα για αλλαγές συμβόλων και ονομασιών. Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν απολύτως ξεκάθαρη απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ως αντιπολίτευση, η Νέα Δημοκρατία έκανε τα πάντα προκειμένου να μην υπογραφεί εκτιμώντας ότι δεν θα επιλυθούν τα βασικά προβλήματα στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων. Το καλοκαίρι του 2018 ο Μητσοτάκης κατέθεσε πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης Τσίπρα, χρησιμοποιώντας το ισχυρότερο κοινοβουλευτικό μέσο που διέθετε, αλλά ταυτόχρονα καθιστούσε σαφές προς όλους ότι, εφόσον η Συμφωνία περάσει από την ελληνική Βουλή, δεν μπορεί να αναθεωρηθεί από κανέναν από τους συμβαλλόμενους.
Τώρα βρισκόμαστε στο σημείο όπου η Συμφωνία αμφισβητείται στα λόγια από τον νικητή των εκλογών της Βόρειας Μακεδονίας και επισήμως από τη Βουλγαρία, ενώ στην πράξη δεν εφαρμόζεται.
Με άλλα λόγια οι «Πρέσπες» δεν έλυσαν προβλήματα, όπως καυχιόταν η κυβέρνηση Τσίπρα όταν την υπέγραφε, αλλά απλώς πετούσαν το «τενεκεδάκι» του εθνικισμού για λίγα χρόνια αργότερα. Το τι ακριβώς θα πράξει η νέα κυβέρνηση των Σκοπίων θα φανεί, καθώς υπάρχουν πιέσεις, κυρίως από Βερολίνο, να μη διαταραχθεί το περιεχόμενο της Συμφωνίας, όμως τα ζητήματα στα Βαλκάνια παραμένουν «κουβάρι».