Οι Γάλλοι ψήφισαν με το μυαλό, όπως συνηθίζουν στον δεύτερο γύρο, κάτι αντίστοιχο είχαν πράξει και οι Ελληνες το 2012 στις επαναληπτικές κάλπες, και αντιλήφθηκαν ότι «μπορεί να υπάρξουν και χειρότερα» για τη ζωή και καθημερινότητά τους μόλις είδαν τη Λεπέν να εφορμά προς τα Ηλύσια Πεδία.
Τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών ανέδειξαν και μία νέα διαχωριστική γραμμή, στη χώρα μάλιστα όπου καθιερώθηκαν οι έννοιες της Δεξιάς και της Αριστεράς, με κριτήριο τις θέσεις που είχαν καταλάβει στην Εθνοσυνέλευση οι υποστηρικτές και οι πολέμιοι του βασιλικού βέτο, την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης του 1789.
Οπως παρατήρησαν οι «Financial Times», η διαχωριστική γραμμή που ήταν ευδιάκριτη καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου δεν ήταν η παραδοσιακή μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, αλλά είχε να κάνει με τον εθνικισμό και τον ευρωπαϊσμό. Ο Μακρόν, ενώ στην οικονομία ασκεί φιλελεύθερες πολιτικές μειώνοντας φόρους και προτάσσοντας επενδύσεις για να μειώσει την ανεργία σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, ακολούθησε «αριστερού τύπου» τακτικές σε ζητήματα δικαιωμάτων, ενώ δεν δίστασε να αυξήσει επιδόματα προκειμένου να ανακόψει τη δυναμική της αντιπάλου του.
Από την άλλη πλευρά, η Λεπέν, ενώ διατηρεί τις ακροδεξιές θέσεις της σε ζητήματα μετανάστευσης, υιοθέτησε αριστερές προτάσεις για την Ακροδεξιά, τάζοντας λύσεις για την ακρίβεια. Ο Μακρόν είναι υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, για αυτό άλλωστε η Ευρώπη πήρε μία βαθιά ανάσα μετά το αποτέλεσμα της Κυριακής, ενώ η Λεπέν επιθυμεί να διαλύσει τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση και να τη μετατρέψει σε Ευρώπη των εθνών-κρατών.
Οι εξελίξεις αυτές έχουν ενδιαφέρον και για τα δικά μας πολιτικά πράγματα. Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά όχι με τον παθιασμένο τόνο του παρελθόντος. Σε αυτό «συνέβαλε» και ο ΣΥΡΙΖΑ που συγκυβέρνησε με τους ΑΝ.ΕΛ., για αυτό και κανείς δεν λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις δεσμεύσεις Τσίπρα για «προοδευτική διακυβέρνηση».
Μένει ώσπου να φύγει…
Η βασική γραμμή που διαπερνά το πολιτικό σύστημα είναι αυτή μεταξύ της προόδου και της οπισθοδρόμησης. Η Ελλάδα πέρασε πολλά δεινά κατά τη δεκαετή περίοδο των Μνημονίων, οι ανατροπές στις ισορροπίες των κομμάτων ήταν ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ που κυβέρνησε τη χώρα βρέθηκε στο ναδίρ του 4,5%, ενώ ένα κόμμα του 3% όπως ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στο Μέγαρο Μαξίμου το διάστημα 2015-2019.
Με απλά λόγια, δοκιμάσθηκαν όλοι και όλα, ακόμη και ναζιστικά μορφώματα δρασκέλισαν τα σκαλοπάτια της Βουλής πριν αποβληθούν από την κοινωνία. Αυτό που ενδιαφέρει τους πολίτες είναι να πάει η χώρα μπροστά.
Ο «νεοφιλελεύθερος» Μητσοτάκης άσκησε την πιο γενναιόδωρη πολιτική στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, στηρίζοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις με 43 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ ταυτόχρονα αντιμετώπισε την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού από την Αγκυρα. Το βασικό δίλημμα που καλούνται να απαντήσουν από τους πολίτες τα κόμματα είναι μεταξύ προόδου και οπισθοδρόμησης. Για αυτό και ο χώρος του πολιτικού κέντρου αποκτά στρατηγική σημασία στις επόμενες εθνικές εκλογές, η Νέα Δημοκρατία έχει διευρύνει το ακροατήριό της και αυτό είναι η βάση μιας νέας επικράτησης.