Μεταξύ του 2010 και του 2023 τα ενοίκια αυξήθηκαν στην Ε.Ε. κατά 22% και οι τιμές των κατοικιών κατά 48%. Στην ίδια περίοδο, το 10,6% των κατοίκων μεγάλων πόλεων ζούσε σε νοικοκυριά που δαπανούσαν το 40% του εισοδήματός τους για τα έξοδα σπιτιού, έναντι του 7% που δαπανούσαν οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών.
Ανησυχητικό είναι, επίσης, ότι το 11% του ευρωπαϊκού πληθυσμού δηλώνει ότι δεν μπορεί να διατηρήσει ζεστό το σπίτι όπου μένει (η λεγόμενη ενεργειακή φτώχεια). Το πρόβλημα «τρέχει» με πολλές ταχύτητες. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τα υψηλότερα στεγαστικά κόστη εμφανίζουν η Ελλάδα (31%) και η Δανία (23,3%) και τα χαμηλότερα η Κύπρος (3,4%) και η Κροατία (3,5%).
Η Ελλάδα, μία χώρα με υψηλά επίπεδα ιδιοκατοίκησης -μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον-, έχει ταυτόχρονα και ένα από τα υψηλότερα ποσοστά νέων που μένουν στο πατρικό τους ακόμα και στην ηλικία των 30 ετών. Είναι προφανές ότι η στεγαστική κρίση στην Ευρώπη δεν μπορεί να επιλυθεί με οριζόντια μέτρα αλλά με στοχευμένες πολιτικές, προσαρμοσμένες στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας.
Από το καθεστώς και τις επιμέρους ρυθμίσεις που ισχύουν για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις μέχρι την έλλειψη ή την υπερπροσφορά κατοικιών, τα κατασκευαστικά κόστη, τη φορολογία ή ακόμα και τη γραφειοκρατία που συνδέεται με τις οικοδομικές άδειες, όλα διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Τι μπορεί να κάνει, λοιπόν, η Ευρώπη; Η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει εύκολη απάντηση, αφού, τυπικά, η Ε.Ε. δεν έχει άμεση αρμοδιότητα στον τομέα της στέγασης. Ουσιαστικά, όμως, πρέπει να τρέξει πιο γρήγορα και από τη σκιά της και να διαθέσει άμεσα ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, που θα αξιοποιηθεί από την κάθε χώρα ξεχωριστά.