Γι’ αυτό άλλωστε, στην προχθεσινή συζήτηση στη Βουλή ζήτησε δύο φορές από τον πρωθυπουργό να δώσει απαντήσεις για τις υποκλοπές, ώστε να επαναφέρει το κόμμα του στις ψηφοφορίες. Αν μάλιστα ο Μητσοτάκης αποφασίσει να γίνουν οι εκλογές τον Μάιο, τότε η αποχή του ΣΥΡΙΖΑ θα μοιάζει με πολιτικό ανέκδοτο διαρκείας.
Είπε όμως και κάτι άλλο ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ που αξίζει σχολιασμού. Κάλεσε τον πρωθυπουργό σε τηλεμαχία με σκοπό, όπως είπε, να γίνει η σύγκριση των προγραμμάτων της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτό το ζήτησε από τα έδρανα της Βουλής, τον κατεξοχήν χώρο της δημοκρατίας για την ανταλλαγή απόψεων και την κομματική αντιπαράθεση. Ο κ. Τσίπρας δεν ενδιαφέρεται για την ουσία των προγραμμάτων θέσεων, «σόου εντυπώσεων» θέλει να στήσει με τηλεοπτικές μονομαχίες.
Και αυτό προέκυψε στην ίδια συζήτηση, όταν ο Μητσοτάκης άρχισε να παρουσιάζει το υπέρογκο κόστος κάθε μέτρου που υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα από το «επικαιροποιημένο» πρόγραμμα Θεσσαλονίκης, ώστε να γίνει αντιληπτή σε κάθε πολίτη η ανεδαφικότητα των προτάσεων της Κουμουνδούρου. Θα χρειάζονταν πάνω από 45 δισεκατομμύρια για να εφαρμοστούν οι μειώσεις φόρων και οι παροχές που υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, το παρελθόν του οποίου δεν δίνει εγγυήσεις αξιοπιστίας.
«Αυτή τη δουλειά θα κάνουμε», αναρωτήθηκε ο Τσίπρας, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι αυτή είναι η πραγματική δουλειά των πολιτικών, να προτείνουν μέτρα που είναι εφικτά και μετρήσιμα. Σε αντίθετη περίπτωση επιστρέφουμε στην εποχή των ακάλυπτων υποσχέσεων, όταν «οι δανειστές θα παρακαλούσαν να μας δανείσουν» και οι αγορές θα χόρευαν επειδή ο Τσίπρας θα «βαρούσε τα νταούλια».
Είναι φανερό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει παρατήσει οριστικά τη μάχη του κέντρου, στην Κουμουνδούρου κατάλαβαν ότι η υπεροχή του Μητσοτάκη στον «μεσαίο χώρο» είναι συντριπτική. Για αυτό επιστρέφουν στις τακτικές του ακραίου λόγου προκειμένου να συσπειρώσουν τη βάση τους. Μόνο που το πρόγραμμά τους δεν αντέχει σε κριτική και οι πολίτες θα κληθούν να ψηφίσουν στις επόμενες κάλπες για κυβέρνηση τετραετίας και για έναν πρωθυπουργό που θα ξέρει πια είναι δουλειά του. Να μετρά δηλαδή τα λόγια του και κυρίως να διαχειρίζεται με σύνεση τα δημόσια οικονομικά, ώστε να μη βρεθούμε ξανά στις περιπέτειες του καλοκαιριού του 2015.
Μια μεγάλη απώλεια
Ο Μανούσος Βολουδάκης, που έφυγε τόσο πρόωρα από τη ζωή, ήταν ένας ακέραιος άνθρωπος και ένας πολιτικός που χαρακτηριζόταν από στέρεα επιχειρήματα και ηθικό ανάστημα. Οσοι είχαν την τύχη να συνομιλούν μαζί του μπορούσαν να διακρίνουν την αληθινή του αγωνία για το αύριο της χώρας αλλά και τη διάθεσή του να ακούει όλες τις θέσεις, επιδιώκοντας τη σύνθεση και όχι την απόρριψη. Η Νέα Δημοκρατία και συνολικά ο πολιτικός κόσμος έχασαν έναν σπουδαίο εκπρόσωπο, ένα άξιο μέλος του Κοινοβουλίου. Τα βαθύτατα συλλυπητήριά μας στην οικογένειά του.