– Πάτερ μου, πάντα πρωινός βλέπω.
– Ετσι είμαι μαθημένος, μου απάντησε.
– Επομένως, θα έκανες και τον Ορθρο…
– Φυσικά, πήρα τις ψυχικές μου ανάσες, μου είπε χαμογελώντας.
Οι «Γκρίζοι Λύκοι» ήταν και αυτοί στην ώρα τους… Οταν τους είδα, πρωί πρωί, να μας παίρνουν πάλι φωτογραφίες και να μας βιντεοσκοπούν, νευρίασα.
Πήγα να σηκωθώ και να πάω να τους πω να σταματήσουν αυτόν τον πόλεμο νεύρων που μας κάνουν.
Με συγκράτησε ο π. Κύριλλος.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
– Κάτσε κάτω, μου είπε. Αυτό θέλουν, να μας εκνευρίσουν, να πάμε να τους
μιλήσουμε, να προκαλέσουν επεισόδιο, να μας τρέχουν στην Αστυνομία, να μας ταλαιπωρήσουν. Δεν θα τους κάνουμε το χατίρι. Εμείς ατάραχοι. Αυτοί τη δουλειά τους κι εμείς τη δική μας…
Στην ώρα του είχε έρθει και ο Ιμπραήμ και ξεκινήσαμε. Στη διαδρομή, ο π. Κύριλλος μου είπε δυο λόγια για τη Μονή Βαζελώνος:
– Από την Τραπεζούντα είναι λίγο πιο μακριά από τις Μονές Σουμελά και Περιστερεώτα και δυτικά αυτών και της Τραπεζούντας. Η
περιοχή ονομάζεται Ζαβουλών ή Βαζελών και η μονή αυτή είναι η αρχαιότερη του Πόντου. Η φήμη της ανέβηκε στα ύψη κατά την περίοδο της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Σήμερα, και αυτή είναι ένας σωρός ερειπίων. Τα τελευταία του λόγια συμπλήρωσαν δάκρυα συγκίνησης, που έκαναν τα μάτια του να λαμπυρίζουν…
– Αδελφέ μου, συχώρα με, μου είπε, αλλά το μυαλό μου πέταξε πάλι για το τι είχαμε και τι χάσαμε και σε ποιων τα χέρια έμειναν…
Από εκείνη την ώρα επικράτησε σιωπή στο αυτοκίνητο. Η αναπόληση της αίγλης που γνώρισαν ο Πόντος και τα μοναστήρια του και η εφιαλτική σκέψη της καταστροφής τους κυριάρχησαν μέσα μας μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας.
Το αυτοκίνητο άφησε τη δημοσιά και άρχισε την ανάβαση προς τη μονή. Ηταν ένας φαρδύς δρόμος με χώμα, έτοιμος να ασφαλτοστρωθεί. Ενας στρατιώτης με κόκκινο περιβραχιόνιο, νεαρό παλικάρι, σταμάτησε το αυτοκίνητό μας. Ρώτησε στα τουρκικά τον Ιμπραήμ ποιοι είμαστε και πού πάμε. Ο Ιμπραήμ τού είπε, και του απάντησε ότι για λόγους ασφαλείας μας το αυτοκίνητο πρέπει να σταματήσει σε εκείνο το σημείο… Του είπε ο Ιμπραήμ ότι ο δρόμος είναι βατός και ασφαλής για αρκετά χιλιόμετρα ακόμη, αλλά εκείνος ήταν ανένδοτος.
Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε με τα πόδια. Ο Ιμπραήμ έμεινε στο αυτοκίνητο. Το ψιλόβροχο με το κρύο και το βοριαδάκι περόνιαζαν το σώμα μας και έπρεπε να ανηφορίσουμε για περίπου μιάμιση ώρα. Ομως, ήμασταν αποφασισμένοι κανένα εμπόδιο να μην αποτρέψει το προσκύνημά μας. Βαδίζαμε πάνω στον αμαξιτό δρόμο. Σε λίγο μας προσπέρασε ένα στρατιωτικό καμιόνι. Ηταν γεμάτο στρατιώτες. Μας προσπέρασε και το αυτοκίνητο με τους «Γκρίζους Λύκους». Ενας από αυτούς είχε βγάλει το μισό του υπέρογκο σώμα έξω από το παράθυρο και μας βιντεοσκοπούσε. Εκεί που τέλειωνε ο δρόμος και άρχιζε το απότομο μονοπάτι, το στρατιωτικό καμιόνι ήταν σταματημένο και άδειο. Και οι «Γκρίζοι Λύκοι» είχαν ξεμείνει. Τους προσπεράσαμε σε κοντινή απόσταση.
– Μην τους κοιτάξεις, μου είπε ο π. Κύριλλος.
Εγώ δεν μπόρεσα, κι έριξα την κρυφή ματιά μου. Τους είδα που χαζογελούσαν μεταξύ τους για το καψόνι που μας έκαναν… Σε λίγο κατάλαβα γιατί οι «Γκρίζοι Λύκοι» δεν μας ακολούθησαν. Το τελευταίο στάδιο της ανάβασης ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο. Σε μια κοντινή από το μοναστήρι απόσταση έπρεπε να περάσουμε ένα πολύ στενό και γλιστερό από τη βροχή εξόγκωμα βράχου, ενώ και από τις δύο μεριές έχασκε γκρεμός βάθους εκατοντάδων μέτρων.
Δεν διστάσαμε. Κάναμε το σταυρό μας, δεν κοιτάξαμε ούτε δεξιά ούτε αριστερά, αλλά ίσια το μοναστήρι, και περάσαμε.
Μπροστά στην είσοδό του ήταν παραταγμένοι οι στρατιώτες. Ολοι φορούσαν το κόκκινο περιβραχιόνιο και είχαν το χέρι στη σκανδάλη του αυτόματου όπλου τους. Ο επικεφαλής αξιωματικός μάς πλησίασε, μας χαιρέτησε στρατιωτικά και μας ζήτησε τα διαβατήριά μας. Του τα δώσαμε. Ευτυχώς, εκείνη την ώρα είχε κόψει η βροχή. Τα κοίταξε για κάποια λεπτά και μετά μας ρώτησε:
– Γιουνάν;
– Γκρικ, του απάντησε ο π. Κύριλλος.
– Νο φότος, νο πρέι, μας είπε με «σπασμένα» αγγλικά. ΟΚ;
– ΟΚ, απαντήσαμε.
Μας έδωσε πίσω τα διαβατήριά μας και εμείς προχωρήσαμε προς τα ερείπια του μοναστηριού, με τη συνοδεία των φαντάρων.
Ημασταν περίπου στο κέντρο των ερειπίων, περικυκλωμένοι από τους στρατιώτες.
– Θα καθίσουμε σιωπηλοί και θα προσευχόμαστε. Να δούμε τις αντοχές τους, μου είπε ο π. Κύριλλος.
Είχε δίκιο. Κάποια στιγμή σηκώθηκαν και σε παράταξη ανά δύο αποχώρησαν. Η αποστολή τους είχε ολοκληρωθεί… Μας έδειξαν ότι είναι κυρίαρχοι και πως είμαστε υπό έλεγχο και έφυγαν… Ο π. Κύριλλος ξέσπασε. Εκανε τρισάγιο για τις ψυχές των μοναχών που διαβίωσαν στη Μονή Βαζελώνος και μετά έψαλε δυνατά το «Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών», το απολυτίκιο του Βαπτιστή και το «Τη Υπερμάχω». Μείναμε για ώρα μέσα στην παγωνιά. Σκεφτόμασταν, προσευχόμασταν, αναπολούσαμε την προσφορά των τριών μοναστηριών και το δέσιμό τους με τους Πόντιους.
Ηταν περασμένες τρεις μετά το μεσημέρι και είχε ο τόπος σκοτεινιάσει από ένα μαύρο σύννεφο, που ήταν μερικές δεκάδες μέτρα πάνω μας.
– Πάμε να φύγουμε, μου είπε ο π. Κύριλλος. Σταυροκοπηθήκαμε για μία
ακόμη φορά και πήραμε την κατηφόρα.
Η κατάβαση ήταν πιο άνετη και είδαμε καλύτερα το τοπίο. Ηταν άγριο,
με πολλούς βράχους, αλλά και πλούσια βλάστηση. Κατεβαίναμε αμέριμνοι, με γλυκές σκέψεις από την επίσκεψη, όταν από μια λόχμη πετάχτηκε ένας αλλόκοτης εμφάνισης γέροντας. Ηταν με παλιά και σκισμένα ρούχα, χοντρές μάλλινες κάλτσες και τσόκαρα στα πόδια, με μακριά κάτασπρη γενειάδα, γεμάτος ρυτίδες, σκελετωμένος. Ξαφνιαστήκαμε. Περπάτησε προς το μέρος μας με λυγισμένα τα γόνατα, λες και δεν ήθελε να φαίνεται από μακριά.
– Παπάς; ρώτησε τον π. Κύριλλο σε άπταιστα ελληνικά.
– Παπάς! Ναι, παπάς, του απάντησε. Εσύ, γέροντα, ποιος είσαι;
– Οι Τούρκοι με περνούν για δικό τους, με φωνάζουν Μουσταφά και με
πιστεύουν για τρελό. Εγώ, όμως, είμαι βέρος Ρωμιός. Οι γονείς μου με τάξανε σε τούτο το μοναστήρι και με ονομάσανε Ιωάννη… Για πάνω από εβδομήντα χρόνια μένω σε μία καλύβα κάτω από το δρόμο, στην απότομη πλαγιά. Ο Θεός με έχει προικίσει με καλό αφτί και είναι τόση η ησυχία εδώ πέρα, που ξέρω πότε ανεβαίνουν αυτοκίνητα προς το μοναστήρι. Πιάνω και τον ήχο από το βάδισμα των οδοιπόρων προσκυνητών και ευχαριστώ τον Θεό που το μοναστήρι δεν πέθανε στις μνήμες των Ρωμιών…