Η ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα αποτελεί μία μεγάλη τομή για την Ελλάδα, αλλά και μία μεταρρύθμιση που άργησε τουλάχιστον 20 χρόνια.
Επί κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος με σκοπό την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ και όλα έδειχναν ότι το εγχείρημα συναντούσε διευρυμένη συναίνεση. Oμως, ο τότε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της αναθεώρησης του συγκεκριμένου άρθρου, στην κρίσιμη συνεδρίαση της Βουλής, αντί για υπερψήφιση, έδωσε εντολή στους βουλευτές του να αποχωρήσουν, υπό την πίεση του Ευάγγελου Βενιζέλου, που απηχούσε τις απόψεις του «βαθέως κατεστημένου» των πανεπιστημίων.
Εάν είχε ολοκληρωθεί τότε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, σήμερα η Ελλάδα θα ήταν σύγχρονο εκπαιδευτικό κέντρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, προσελκύοντας φοιτητές από τις γειτονικές χώρες και απασχολώντας χιλιάδες επιστήμονες σε δεκάδες σχολές, ό,τι συμβαίνει δηλαδή με την Κύπρο.
Η αλλαγή, όμως, δεν μπορεί να περιμένει άλλο και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, μέσω της σύμπραξης ξένων πανεπιστημίων, θα νομοθετήσει τη δημιουργία μη κρατικών πανεπιστημίων. Οι αντιδράσεις γνωστές από τους κύκλους της αντιπολίτευσης, όμως η υποκρισία περισσεύει.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του αρμόδιου υπουργού Παιδείας, Κυριάκου Πιερρακάκη, όσοι θέλουν να σπουδάσουν σε μη κρατικό ΑΕΙ θα πρέπει να δίνουν πανελλαδικές εξετάσεις και να συγκεντρώνουν βαθμολογία που θα ισοδυναμεί τουλάχιστον με το 80% της ελάχιστης βάσης του επιστημονικού πεδίου. Δεν θα εισάγονται δηλαδή στα μη κρατικά ΑΕΙ με βαθμό 3, όπως συνέβαινε επί ΣΥΡΙΖΑ στα δημόσια πανεπιστήμια.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
«Ναι, αλλά είναι δίκαιο να εισάγεται κάποιος φοιτητής στην Ιατρική Αθηνών με 19.000 μόρια και κάποιος άλλος να έχει την ευχέρεια, πληρώνοντας το ιδιωτικό ΑΕΙ, να σπουδάζει σε Ιατρική Σχολή ιδιωτικού πανεπιστημίου με 11.000 μόρια; Δεν δημιουργούνται φοιτητές δύο ταχυτήτων;». Αυτά είναι τα ερωτήματα που προβάλλονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από τον αντιπολιτευόμενο Τύπο.
Σε ό,τι αφορά το πολιτικό σκέλος των αντιδράσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ταχθεί υπέρ της ελεύθερης πρόσβασης στα πανεπιστήμια, ενώ ο Τσίπρας, κατά την προεκλογική περίοδο, υποσχόταν ότι κάθε μαθητής της Γ’ Λυκείου θα μπορούσε να εισαχθεί σε ΑΕΙ ακόμα και με λευκή κόλλα. Τώρα κόπτονται για την ελάχιστη βάση εισαγωγής στα μη κρατικά πανεπιστήμια, ζητώντας μάλλον την αύξησή της – κροκοδείλια τα δάκρυά τους.
Επί της ουσίας, φοιτητές δύο ταχυτήτων υπάρχουν, είναι αυτοί που σπουδάζουν στην Ελλάδα και εκείνοι που επιλέγουν πανεπιστήμια του εξωτερικού. Απόφοιτοι Λυκείου με βαθμούς στο 10 ή ακόμα και στο 5 πηγαίνουν στα πανεπιστήμια της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Σερβίας, της Ιταλίας ή της Κύπρου και φοιτούν, αν το θέλουν, ακόμα και στην Ιατρική. Πάνω από 40.000 Ελληνόπουλα σπουδάζουν στο εξωτερικό, γιατί να μην μπορούν να κάνουν τις σπουδές τους στη χώρα μας;
Επομένως το πρόβλημα δεν δημιουργείται με την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ στην Ελλάδα, αντιθέτως οι σχολές που θα λειτουργήσουν στη χώρα μας θα ελέγχονται καλύτερα και οι τίτλοι σπουδών τους θα είναι πιο αξιόπιστοι από τα γραφικά πανεπιστήμια που εδρεύουν στα Καρπάθια Ορη.
Η Ελλάδα, ύστερα από μεγάλη καθυστέρηση, πραγματοποιεί ένα απαραίτητο βήμα, που θα δημιουργήσει θέσεις υψηλής εξειδίκευσης για το επιστημονικό μας δυναμικό και θα φέρει φοιτητές από το εξωτερικό.
Οσο για το δημόσιο πανεπιστήμιο, ωφελημένο θα βγει από τον ανταγωνισμό, όσοι δε δηλώνουν υπερασπιστές του, ας φροντίσουν πρώτα να το σεβαστούν, είτε σταματώντας τους βανδαλισμούς στα κτίρια είτε σταματώντας να κλείνουν τα μάτια σε παρανομίες, όπως είναι οι καταλήψεις.