Ας ξεκινήσω σήμερα με ένα υποκοριστικό: «Το φιντανάκι», τίτλο που έδωσε ο Παντελής Χορν (1923) στο θεατρικό έργο του -ηθογραφία το είπαν- όπου ο ρεαλισμός της θεατρικής γραφής του αποτύπωσε απαράμιλλα την Ελλάδα και τον εθνικό διχασμό σε μια πλακιώτικη αυλή, παράλληλα με τον οικονομικό μαρασμό και την αστάθεια, μετά από αδιέξοδες πολιτικές επιλογές, επακόλουθο της Μικρασιατικής Καταστροφής.
«Το φιντανάκι», η Τούλα η μοδιστρούλα, κόρη του ταχυδρόμου κυρ-Αντώνη, είναι απλή καθημερινή ιστορία κόρης και πατέρα, που αποδίδει το μικρόκοσμό τους, σαν φωτογραφική απεικόνιση της εποχής, με «τους καλούς» και «τους κακούς». Ο Παντελής Χορν δεν διακατέχεται από το «περί δικαίου αίσθημα» για να προβεί στην αποκατάσταση της διασαλευθείσας τάξης, με την ατιμασμένη κόρη ή με τον πατέρα που «κλέβει» χρήματα της υπηρεσίας του, για να τη σώσει. Αφήνει τα πράγματα και εξελίσσονται στην εποχή τους.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Είναι γεγονός ότι ούτε κι εμείς θα ανατρέχαμε στο έργο του Παντελή Χορν, αν ο Μήτσος Κουτσούμπας, μετά από το «αλλά αυτοί είστε», δεν συνέχιζε τη δημιουργική δράση του, λέγοντας για τον Κασσελάκη ότι «οι διεργασίες που εξελίσσονται στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν δήθεν αγεφύρωτες ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τους, ούτε και είναι διαφορές αρχών, απότοκο αυτής της λογικής ήταν η εκλογή Κασσελάκη και όχι φαινόμενο, όπως λένε ορισμένοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα δαιμονοποιεί το Κεφάλαιο αλλά θα το βλέπει σαν εργαλείο για τη μείωση των ανισοτήτων. Αλήθεια, έψαξαν πολύ να βρουν αυτό το φιντάνι;».
Από «το φιντάνι» του Μήτσου ως το «φιντανάκι» του κυρ-Παντελή, καλείται η λυδία λίθος να αποφανθεί για τα καράτια του «Κεφαλαίου». Είναι να μην ανοίγει το στόμα του ο πρόεδρος Στέφανος, γιατί μετά δεν τον αφήνουν στο «απυροβόλητό» του! Οχι πως είπε και καμιά τρομερή πολιτική σοφία περί «Κεφαλαίου». Για τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού (Κεφαλαίου) και της ελεύθερης οικονομίας μέσα από τους θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δίνεται αγώνας εδώ και 150 χρόνια!
Η διαφορά είναι ότι ο Κουτσούμπας είχε ξεχάσει και πώς τον λέγανε το διάδοχο του Αλέξη Τσίπρα -για να μην του αποδώσει και πολιτικό μέγεθος- και κανείς δεν θυμάται αν και πότε ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ τον είχε αναφέρει ξανά. Αλλά μόλις ο Στέφανος ανέβηκε στο βήμα του ΣΕΒ για να πει τα περί της ευεργετικής δράσης του Κεφαλαίου στη Δημοκρατία, ο Κουτσούμπας ένιωσε όπως ο νέος στο στίχο του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού, στον « Πορφύρα», μόλις αντικρίζει «το θηρίο», ήτοι… «άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νους τον εαυτό του» …
Οθεν κι έπεσε μέσα στην ορμή της μάχης. Πώς τόλμησε ο Κασσελάκης να αμφισβητήσει τον πυρήνα της αμετάθετης, αμετάπειστης, αμετάκλητης ιδεολογίας του Μήτσου; Και είναι δυνατόν ένας Κασσελάκης να θεωρεί το «Κεφάλαιο» ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ; Καλά ξεμπερδέματα…