Ο βασικότερος λόγος που οι ψηφοφόροι αποδοκίμασαν τον Τσίπρα και έστειλαν τον ΣΥΡΙΖΑ στο 17% ήταν η υπερβολική δόση τοξικότητας που περιείχε ο πολιτικός λόγος της Κουμουνδούρου.
Η διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ από το 4% στην εξουσία βασίσθηκε στην πόλωση, το λαϊκισμό και τις προσωπικές επιθέσεις, που έφταναν στα όρια των ύβρεων. Η συνταγή πέτυχε γιατί συνέπεσε με το κύμα απόγνωσης μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού από τη χρεοκοπία της χώρας και τη μνημονιακή περίοδο. Ποιος ξεχνά τις κατηγορίες για τους «γερμανοτσολιάδες», τους χλευασμούς για τους «Μενουμευρωπαίους», το διχαστικό δίλημμα «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», που ήταν το κεντρικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ στις κάλπες του Σεπτεμβρίου του 2015;
Οταν οι πολίτες κατάλαβαν ότι ο λαϊκισμός έχει ακριβό τίμημα, στην περίπτωση του Τσίπρα ένα τρίτο Μνημόνιο, και ότι οι «αγωνιστές» και «επαναστάτες» της Αριστεράς δεν είχαν κανένα πρόβλημα να ιδιωτικοποιήσουν τα πάντα εκχωρώντας τη δημόσια περιουσία στο Υπερταμείο για 99 χρόνια ή να αυξήσουν τον ΦΠΑ στα τρόφιμα, εν ονόματι πάντα της «περήφανης διαπραγμάτευσης», τότε άρχισε η μεγάλη κάθοδος.
Μόνο που ο Τσίπρας συνέχισε τον τοξικό λόγο. Πόσες φορές δεν χαρακτήρισε τον Μητσοτάκη «πορφυρογέννητο», του επέρριψε οικογενειακή ευθύνη επινοώντας κατά φαντασίαν «πολιτικές αποστασίες», τον χλεύαζε μέχρι και λίγες ημέρες πριν από τις κάλπες του Μαΐου ότι «θα τον βοηθούσε να πακετάρει τα πράγματά του από το Μαξίμου»;
Oι εκλογές των social media στη Γερμανία
Και ύστερα ήρθαν τα αποτελέσματα και ο Τσίπρας εξαφανίσθηκε από την πολιτική σκηνή και για ένα μήνα ταξίδευε στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ για να βρει το νόημα της ζωής του.
Ολα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν μάθημα για τους επίδοξους προέδρους του ΣΥΡΙΖΑ. Η τοξικότητα και οι ακρότητες απωθούν τους πολίτες και ιδίως εκείνους που δεν έχουν μόνιμη κομματική βάση, αλλά κάθε φορά επιλέγουν πρωθυπουργό αξιολογώντας θέσεις, προτάσεις αλλά και ύφος διακυβέρνησης.
Ομως το πάθημα του Τσίπρα δεν έχει αντιληπτό στον ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, η κυρία Εφη Αχτσιόγλου, που δείχνει να είναι το φαβορί στις εσωκομματικές εκλογές, μιλώντας στο Θεσσαλία TV, κατηγόρησε τον Μητσοτάκη ότι στις καταστροφές «κρύβεται» και προσβάλλει τη νοημοσύνη των πολιτών, ενώ «το επιτελικό κράτος, πέρα από φορέας διασπάθισης δημοσίου χρήματος, φαίνεται ότι τελικά είναι και ένα εγκληματικό κράτος».
Πάλι εγκληματίας ο Μητσοτάκης δηλαδή ενώ κρύβεται, όχι όπως ο Τσίπρας, ο οποίος τη βραδιά στο Μάτι συμμετείχε σε εκείνη τη συνέντευξη-σόου με ανοιχτές τις κάμερες, όταν όλοι γνώριζαν πως υπήρχαν δεκάδες νεκροί και εκείνος ρωτούσε πότε θα έρθουν τα πυροσβεστικά από την Ισπανία.
Αν νομίζουν ότι έτσι θα ρίξουν την κυβέρνηση, μάλλον θα συμβεί το αντίθετο. Γιατί πάντα υπάρχουν λόγοι κριτικής, και μάλιστα σκληρής, για τις κυβερνητικές επιδόσεις, αλλά όταν ο μέσος πολίτης ακούει για «εγκληματικό κράτος», και μάλιστα από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που δοκιμάσθηκαν στην εξουσία στα ζητήματα πολιτικής προστασίας και απέτυχαν με δραματικές μάλιστα συνέπειες, τότε γυρίζει «κανάλι».
Ο πήχης για τον Μητσοτάκη δεν είναι η σύγκριση με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά οι προσδοκίες των πολιτών για την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησής του. Η Κουμουνδούρου εξακολουθεί να κινείται με όρους του παρελθόντος που καταδικάσθηκαν στις κάλπες, για αυτό ο πρωθυπουργός ακούει περισσότερο τις εντολές των πολιτών παρά τις κραυγές του ΣΥΡΙΖΑ.