Σήμερα, με την απόσταση των τριών δεκαετιών που μας χωρίζουν από εκείνο το βράδυ, έχουμε την ιστορική γνώση να γνωρίζουμε τι πήγε καλά και τι πήγε τόσο άσχημα ώστε να πέσει η χώρα στα χέρια του Πούτιν. Ο οικονομολόγος Ρουσλάν Γκρίνμπεργκ, ένας από τους τελευταίους ανθρώπους που είδαν τον περασμένο Ιούνιο τον Γκορμπατσόφ στο νοσοκομείο, το είχε διατυπώσει κάπως έτσι: «Μας χάρισε την ελευθερία, αλλά δεν ξέραμε τι να την κάνουμε». Η αλήθεια είναι ότι συνέβησαν πολλά, με τα περισσότερα να έχουν τις ρίζες τους στο σοβιετικό καθεστώς, που όταν τα τείχη έπεσαν, αποκάλυψε τη γύμνια και τη βουλιμία του.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Η διακυβέρνηση από τον Γιέλτσιν ήταν μια τραγωδία, οι άγαρμπες ιδιωτικοποιήσεις περισσότερο λεηλάτησαν παρά αξιοποίησαν τον φυσικό πλούτο της χώρας, η ελίτ των ολιγαρχών γιγαντώθηκε, η ρωσική μαφία κυριάρχησε, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε και μια σειρά από στρατηγικές ήττες στο εξωτερικό της χώρας βύθισαν το ηθικό των Ρώσων. Ομως, αυτό δεν ήταν το όραμα του Γκορμπατσόφ, ούτε των εκατοντάδων εκατομμυρίων πολιτών από τη Βαρσοβία μέχρι το Ανατολικό Βερολίνο, που πανηγύριζαν μεθυσμένοι από το ποτό της ελευθερίας μετά από δεκαετίες καταπίεσης, διώξεων και μαζικών εκτελέσεων. Οι λαοί της Ανατολικής Ευρώπης ζητούσαν την ανεξαρτησία τους πριν ο Γκορμπατσόφ ανέβει στην εξουσία. Εκείνος το άφησε να συμβεί.
«Ηταν πεπεισμένος ότι η εποχή που τα προβλήματα του κόσμου λύνονταν με τη βία είχε παρέλθει. Απελευθέρωσε πολιτικούς κρατούμενους (…). Χάρισε στη χώρα μας και στον κόσμο ένα απίστευτο δώρο. Μας χάρισε 30 χρόνια ειρήνης. Χωρίς την απειλή παγκόσμιου πυρηνικού πολέμου. Ποιος είναι ικανός να κάνει το ίδιο;», γράφει ο βραβευμένος με Νόμπελ Ειρήνης Ρώσος δημοσιογράφος Ντμίτρι Μουράτοφ. Με λίγα λόγια, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ διεύρυνε τα όρια του ελεύθερου κόσμου. Και αυτό είναι κάτι που δεν θα του το συγχωρήσουν ποτέ οι νοσταλγοί του Στάλιν.