Aρχικά δεν ήταν να το πει ο Τότο Κουτούνιο, που μας άφησε χρόνους προχθές στα 80 του, καταβεβλημένος από πολλά προβλήματα υγείας.
Το είχαν προτείνει στον Αντριάνο Τσελεντάνο, αλλά εκείνος το απέρριψε ως μπανάλ: «Ποιός ο λόγος να διατυμπανίσω ότι είμαι Ιταλός και μάλιστα βέρος; Αφού όλος ο κόσμος το ξέρει!». Κάπως έτσι άνοιξε ο δρόμος προς τη δόξα για τον Τότο Κουτούνιο, τον «αιώνιο δεύτερο», κατά τον θρυλικό Ιταλό παρουσιαστή Πίπο Μπάουντο.
Ως «βέρος Ιταλιάνος», και μάλιστα Σιτσιλιάνος, ο Κουτούνιο έμοιαζε σε πολλά με τον μακαρίτη Σίλβιο Μπερλουσκόνι, εκτός από την ικανότητα να κάνει λεφτά. Εκεί δεν τα κατάφερε εξίσου καλά, όπως δεν τα κατάφερε στη διαχείριση της φήμης του.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Εχοντας πάρει μέρος καμιά δεκαπενταριά φορές στο Φεστιβάλ του Σαν Ρέμο χωρίς να το κερδίσει (εξού το «αιώνιος δεύτερος» του Μπάουντο), ο Κουτούνιο ανέβασε την τρικολόρε στον ψηλότερο ιστό της Eurovision το 1990, στο Ζάγκρεμπ, με τον φιλοευρωπαϊκό ύμνο «Μαζί 1992». Ηταν ένας υπαινιγμός στο Μάαστριχτ και το μεγάλο άλμα της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης, που σήμερα γνωρίζουμε ότι κατέληξε στο κενό.
Τότε όμως οι «Bad Blue Boys» διέλυαν τη Γιουγκοσλαβία στο Μαξιμίρ, η Σοβιετική Ενωση κατέρρεε και η Ενωμένη Ευρώπη έμοιαζε με τη Σταχτοπούτα του παραμυθιού.
Ο απλός κόσμος λάτρευε τον Κουτούνιο, αλλά οι περισσότεροι συνάδελφοί του και οι κριτικοί δεν τον είχαν περί πολλού. Τον θεωρούσαν «προσποιητό» και «λαϊκιστή». Ισως επειδή ήταν ασυμβίβαστος και δεν χάιδευε αφτιά. Κάποια στιγμή πάντως, ένιωσε την ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό του στην «Corriere della Sera»:
«Με λένε υστερόβουλο και υποκριτή, αλλά είμαι αυθεντικός». Φέτος τον Ιούλιο, οι ευχές της ίδιας εφημερίδας για τα 80ά του γενέθλια ακούστηκαν σαν μελαγχολικός αποχαιρετισμός, δεδομένων των προβλημάτων υγείας του: «Χρόνια πολλά Τότο. Ατελείωτε καλλιτέχνη, ιδιοφυή δημιουργέ, αγαπημένε φίλε». Και «βέρο Ιταλέ», θα μπορούσε να προσθέσει.